Στο μαγαζί στο δρόμο, εκεί ο φίλος μου ο χρόνος μου θυμίζει ότι θα είναι παρέα μου θέλω δε θέλω να πατήσω στο μέλλον και να ξεχάσω ποιος ήμουν.
Δε μπορεί άλλο να συγκρατηθεί, ασφυκτιά στο μπουντρούμι των σκέψεων.
Όπως η κοινωνία αναθέτει μηχανικούς ρόλους, έτσι κι εγώ τον κλείνω στην σκέψη,
Είτε με τη λογική, με ψέμα και εξαναγκασμό.
Τότε χάνει τον αέρα του, όταν κόβεται η ανάσα μου και όταν ακούγεται της καρδιάς μου ο χτύπος δυνατά τον ακούω να μου φωνάζει «άγχος, άγχος»,
Και ο ήλιος δεν τον βλέπει πια όταν το χρώμα του προσώπου σκουραίνει.
Κάθομαι τότε να αφουγκραστώ τη βουή του δρόμου και αυτός χαλαρώνει κάπως,
Σηκώνομαι και πηγαίνω κάπου χωρίς σκοπό και εκείνος ανοίγει την πόρτα του κελιού χωρίς αντίσταση καμία.
Χάνομαι χωρίς να ξέρω που βρίσκομαι και πριν ξαναέρθει ο πανικός εμφανίζεται αυτός,
Με πιάνει από το χέρι πριν πέσω
Εμφυσά αέρα στα πνευμόνια
Χρωματίζει το χαμόγελό μου
Και μου δίνει φωνή γραπτή για να συνομιλήσω μαζί του.
Επιτέλους, γινόμαστε φίλοι, τον γνωρίζω και νιώθω σα να τον ήξερα ανέκαθεν.
- «Φυσικά και με γνωρίζεις, είμαι ο χρόνος, αυτός που σου κρατάει παρέα για πάντα», μου λέει και συνεχίζει, «Σε ευχαριστώ που με απελευθέρωσες, εσύ πως νιώθεις;»
- «Νιώθω ωραία, ανάλαφρα, ελεύθερος από δεσμά», του λέω
- «Ωραία, έτσι είναι στην αρχή και έτσι πρέπει να είναι», ανταπαντά
- «Γιατί, στη συνέχεια πως είναι;», ρωτάω
- «Στη συνέχεια εγώ μπορεί να εξαφανιστώ και να ξανανιώσεις μόνος και βαρύς»
- «Ω, ναι το υποψιάζομαι αυτό»
- «Έτσι είμαι εγώ ο χρόνος, κάνω την εμφάνιση μου λίγο και μετά αποσύρομαι»
- «Να σε ρωτήσω κάτι, που πηγαίνεις μετά;»
- «Πηγαίνω σε άλλους που με έχουν ανάγκη»
- «Έχεις τότε πολλή δουλειά, ε;»
- «Όσο έχω χρόνο έχω και δουλειά…»
- Ξέρεις κάτι, φοβάμαι.
- Ναι, τι φοβάσαι;
- Τη μοναξιά.
- Όπως όλοι τη φοβούνται.
- Τι να κάνω για να νιώθω λιγότερο μόνος;
- Χμ, έχω μια απλή ιδέα.
- Τι ιδέα;
- Να πεις σε κάποιον την ιστορία της συνάντησής μας.
- Α, πολύ ωραία ιδέα, θα το κάνω, θα γράψω μια μικρή ιστοριούλα.
- Έτσι, κάνε το και θα νιώσεις λιγότερο μόνος.
- Σε ευχαριστώ Χρόνε αθάνατε.
- Κι εγώ σε ευχαριστώ που με κάλεσες, γειά σου τώρα.
- Έχε γειά και δε θα σε ξεχάσω, θα γράψω τη μικρή ιστοριούλα μας.
Πιάνω τον εαυτό μου να κάθεται σε ένα πεζούλι αδύναμος να κουνηθεί, διψασμένος, πεινασμένος και νυσταγμένος, με ένα φύλλο χαρτί στο χέρι, μόλις γραμμένο με λέξεις.
Θυμάμαι τη συμβουλή του Χρόνου και γι’αυτό τις μοιράζομαι μαζί σας. Πείτε μου κι εσείς τις δικές σας ιστοριούλες από τη συνομιλία με τον Χρόνο. Θέλω να τις ακούσω!
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment