Saturday, April 18, 2015

Βουνό


Επιστροφή από Σκουληκαριά για Πάσχα. Επέστρεψα πλήρης, ανανεωμένος, ζωντανός, ορεξάτος, με μια γλυκιά κούραση από τις εξερευνήσεις μου και την οδήγηση. Βρίσκοντας μια άλλη Εγλυκάδα, ανοιξιάτικη και μέσα στις μυρωδιές. Παίζοντας με τις κόρες μου και γελώντας. Τρώγοντας κάτι και γεμίζοντας την κοιλίτσα μου που διαμαρτυρήθηκε έντονα. Και τέλος πέφτοντας κουρασμένος για ύπνο. Κλείνω τα μάτια και κατακλύζομαι από εικόνες της φύσης, αυτές που συνάντησα στο χωριό και άλλες που δημιουργώ με τη φαντασία μου. Κάνω σκέψεις που θα γέμιζαν πολλές σελίδες εκείνη την στιγμή και που περιμένουν να αποτυπωθούν. Μεγάλες σκέψεις, ευγενικές, προσωπικές. Ή μήπως πρόκειται για συναισθήματα και συγκεκριμένα για ένα συναίσθημα λύπης για τον γυρισμό από την τελειότητα στη μετριότητα, από τις διακοπές στην καθημερινότητα, από τη φύση στην πόλη, από την ξεγνοιασιά στις έγνοιες και τα άγχη, από την ελευθερία της φύσης του χωριού στον εγκλεισμό του πολιτισμού της πόλης, από την επικέντρωση στις ανάγκες μου στην επικέντρωση στις ανάγκες των άλλων. Όλα αυτά βέβαια μπορεί να είναι δυϊσμοί που κατασκευάζει ο νους για να ερμηνεύσει υα διφορούμενα συναισθήματα, για να μπορέσει να δικαιολογήσει, να δρομολογήσει και να νοηματοδοτήσει τη νέα πραγματικότητα μετά την επιστροφή (ή να την μαυρίσει ).

Δυϊσμοί που γενάνε και συγκρούσεις αλλά μήπως αυτές οι συγκρούσεις δεν υπάρχουν ήδη; Η σύγκρουση της αναζήτησης ενός ανώτερου εαυτού με την εξαναγκαστική αφιέρωσή του στην μετριότητα της καθημερινότητας, η σύγκρουση της καθαρότητας του συναισθήματος να περιτριγυρίζομαι από το φυσικό στοιχείο, το άγριο, το ανόθευτο μα το να περιστοιχίζομαι από ανθρώπους με τα ελαττώματα τους. Όμως αυτοί οι προβληματισμοί ξεκίνησαν από την στιγμή που πριν κοιμηθώ έφερα στην φαντασία μου εικόνες της φύσης απόκρημνες, γκρεμούς και φαράγγια, απέραντες θέες και υψόμετρα, αυτά που φοβάμαι. Και αναρωτήθηκα τότε μετά από τα περπατήματά μου στη φύση «γιατί φοβάμαι πραγματικά; Τι φοβάμαι να αντικρίσω πραγματικά; Μήπως δεν είναι ένας φυσικός φόβος, ούτε καν ένας ψυχολογικός φόβος αλλά ένας υπαρξιακός;»

Φοβάμαι γιατί δεν δέχομαι να αντικρίσω την τελειότητα της φύσης και του εαυτού μου, ως παιδιού της φύσης. Φοβάμαι να δω το φόβο ως αναπόσπαστο κομμάτι της περιπέτειας του παραμυθιού του να περπατάς, να αναζητάς, να εξερευνάς, να ταξιδεύεις στη φύση. (ένα σωρό εκλογικεύσεις υπάρχουν εδώ με μεγαλύτερη την εξιδανίκευση της φύσης σε τέτοιο βαθμό που με κάνει να υποφέρω πολύ αυτή την στιγμή, παραδείγματος χάριν, τα ίδια θα μπορούσα να νιώθω και έπειτα από ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Όμως έχω ανάγκη να αποτυπώσω αυτά που νιώθω και σκέφτομαι για την εμπειρία μου γιατί στο κάτω κάτω  στις εξορμήσεις στη φύση οφείλονται κυρίως.) Φοβάμαι να δω αυτή την τελειότητα του παραμυθιού που έχει πλοκή, τρόμο και ωραίο τέλος, όπως μια βόλτα στο βουνό. Και γιατί φοβάμαι όλα αυτά; Γιατί κάτι με κρατάει από το να παραδοθώ εντελώς στην περιπέτεια αυτή, στο άγνωστο της γεωγραφίας του βουνού, στην ησυχία του, την σιωπή του, την εσωτερική αξία της ύπαρξής του, κάτι με κρατάει από το να γίνω ένα με όλο αυτό, να τελειοποιηθώ.

Είναι ο κόσμος που ζω, η ζωή που κάνω, ο πολιτισμός, η πόλη, η καθημερινότητα, οι ρόλοι, και όλα όσα αυτά συνοδεύουν; Είναι η παράδοση μου στον κόσμο των συναισθημάτων, της επικοινωνίας και του ανθρώπινου πολιτισμού γενικά που τόσο με εξαντλεί καθημερινά. (πάλι εκλογίκευση μυρίζει εδώ προσπαθώντας να βρω οπωσδήποτε μια αιτία για μια υπαρξιακή κατάσταση που με υπερβαίνει) Είναι η συμβίωσή μου με την μετριότητα και η εσωτερίκευση αυτής ώστε να μην μπορώ να δω και να αποδεχτώ την τελειότητα παρά το ότι την αναζητώ. Κοιτάζω τη φύση, τα δέντρα, τα ρυάκια, το έδαφος και τους άπειρους σχηματισμούς αυτών και είναι σα να βρίσκομαι στο πιο ζωντανό μουσείο του κόσμου. Η φύση είναι το πιο ζωντανό μουσείο της γης και είναι τέλεια. Δε σου ζητάει κάτι που δεν μπορείς να δεις, να νιώσεις, να καταλάβεις. Σου λέει να πάρεις το χρόνο σου και να αφιερωθείς, να κοιτάζεις μόνο και να οσφραίνεσαι, να ακούς και να κρατάς τις αισθήσεις σου ζωντανές. Αυτό σου ζητάει μόνο το μουσείο με τα αρχέγονα βουνά, τα αιωνόβια δάση, τα γερασμένα αλλά ακούραστα ρέματα αλλά και τα νέα ρυάκια τους δρομίσκους που ανοίγουν κάθε τόσο. Ενώ το μουσείο με τα ανθρώπινα κατασκευάσματα απαιτεί να ξέρεις, να γνωρίζεις, κινητοποιεί το νου και τις πολλαπλές λειτουργίες του, με κάνει να υποφέρω που δεν μπορώ να συγχρονιστώ μαζί του.

Ατελής ο πολιτισμός μας και γεμάτος ελαττώματα. Να συμφιλιωθώ μαζί του και να πάψω να κάνω μεγαλεπήβολες σκέψεις και να βλέπω οράματα φυγής από αυτόν,  όπως συνήθως κάνω και στο τέλος κάθε φορά που ξαναγυρίζω στη φύση μετά από καιρό βρίσκομαι πάλι στην αρχή. Πάλι βλέπω κάτι γνώριμο που έχω ξεχάσει το όνομά του, παλι θα με καλέσει κοντά του αλλά δε θα καταλαβαίνω τα λόγια του, πάλι θα φοβηθώ την υπέρτατη ομορφιά του και θα κάνω σκέψεις θανάτου και θα καταλάβω πόσο πολύ το αγαπώ μόνο αφού χωρίσουμε.  Διότι η αδυναμία να ερωτευτώ μια για πάντα και να μείνουμε για πάντα μαζί χωρίς κανείς άλλος να μπαίνει ανάμεσά μας με κάνει και πονάω πολύ. Γυρίζω στον πολιτισμό και γίνομαι κυνικός και σε ξεχνάω αλλά υποφέρω και δεν ξέρω γιατί υποφέρω. Υποφέρω πολύ από κάτι που μου λείπει και δεν καταλαβαίνω τι μου λείπει. Βρίσκω υποκατάστατα στην καθημερινότητα αλλά και αυτά δεν διαρκούν πολύ. Φίλοι, βόλτες, μουσικές, ασχολίες, όλα έρμαια του πολιτισμού. Και εκείνο που μένει είναι να υποφέρω μια από κομμένη ανάσα, μια από χαλασμένο στομάχι, άλλη από άγχος, από θυμό, από ντροπή και ενοχές. Και να ξεχνάω τις αξίες και τα ιδανικά μου, αυτά για τα οποία διάβαζα μικρότερος στα βιβλία του Έσσε.

Η φύση με γιατρεύει από τις αρρώστιες αυτές και μου λέει να χαρώ και χαίρομαι, μου λέι να μελαγχολήσω και μελαγχολώ, να φοβηθώ και το κάνω. Και στο τέλος όλα αυτά μαζί φτιάχνουν ένα υπέροχο παραμύθι για τον έρωτα και το θάνατο και το ξεπέρασμα αυτών των αδυναμιών, για την ηρεμία και την ολοκλήρωση του είναι.