Monday, October 10, 2011

Σύγκρουση

Επιστροφή σε μοναχικές σκέψεις όχι λόγω απομονωτικών τάσεων αλλά λόγω συνειδησιακής ανησυχίας που προκύπτει άμεσα από τις υλικές προϋποθέσεις της αναπαραγωγής της ζωής μου aka δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά. Βλέπετε, μάθαμε να σκεφτόμαστε έτσι. Ας επανέλθω στη σύγκρουση όμως. Η σύγκρουση τώρα προήλθε από αυτά που διαβάζω για τον έλεγχο της εργασίας ως λειτουργίας του μάνατζμεντ των επιχειρήσεων. Και κάνω φρικτές σκέψεις για το πως η επιστημονική γλώσσα αποτυπώνει τον πόλεμο του κεφαλαίου εναντίον της εργασίας με τόσο εύσχημο τρόπο. Κατανοώ για άλλη μια φορά αυτή την τραγική αποστολή της επιστήμης, να παρερμηνεύσει, να καθυποτάξει, να κατευθύνει με υποκειμενικότητα το νόημα μέσα στο χάος της γνώσης (στις μέρες μας το κάνει αυτό με κυνισμό και με ανηθικότητα).
Αυτά λοιπόν πρέπει να διδάξω σε μαθητές της Γ’ λυκείου για να σκιστούν να περάσουν σε ένα παρακμασμένο πανεπιστήμιο με προοπτικές συνεχούς ανεργίας μάλλον παρά δημιουργικότητας, παραγωγικότητας και ανταμοιβής. Αλήθεια, αναρωτιέμαι, πως θα με έβλεπαν οι γονείς των παιδιών αν ήξεραν ότι εισπράττω 180 ευρώ το μήνα. Πως μου εμπιστεύονται τα παιδιά τους; Και πως μπορούν να ζητάνε από μένα να κάνω το καλύτερο για αυτά; Ξέρουν βέβαια, σιγά μη δε ξέρουν αλλά και πώς να με αντιμετωπίσουν δηλαδή, με επιφύλαξη, υποτιμητικά, χωρίς εμπιστοσύνη; Θα τους δικαιολογούσα πράγματι τότε; Με τον ίδιο τρόπο τότε θα αντιμετώπιζα και εγώ τα παιδιά τους, τους μαθητές μου, με απόσταση, με μη εμπιστοσύνη, με υποταγή και παραίτηση. Και πράγματι, κάπως έτσι νιώθω και τώρα. Σκέψεις παραίτησης, ηττοπάθειας, αντικοινωνικές τάσεις, στεναχώρια, μοιρολατρία, γκρίνια. Ξέροντας ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για όλα αυτά, πλην όμως μη θέλοντας να ξαναμπώ στα μονοπάτια του αυτομαστιγώματος με το να προσπαθώ να βρω την κατάλληλη πίστη που θα με σώσει από το φόβο της κατάρρευσης, όποια μορφή και αν απειλεί ότι θα πάρει αυτή, ψυχολογική ή οικονομική (συνήθως αυτές πάνε μαζί).
Ο φόβος όμως παρεισφρέει στα λογικά θέσφατα της πίστης και λιώνει την πενιχρή τους υπόσταση. Μπορεί τάχα το μυαλό και μόνο ενός ανθρώπου να τα βάλει με την κινητοποιημένη σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής μας ύπαρξης απειλή της στέρησης;
Και πως άραγε επιζεί, σταθεροποιείται και εν συνεχεία επιδρά δημιουργικά ένας άνθρωπος σε μια κοινωνία που καταστρέφεται; Πως αποφεύγει να συμμετάσχει στην επιτάχυνση της καταστροφής που σήμερα αποκαλείται «πρόοδος»; Πως αποφεύγει να υιοθετήσει ανήθικες συμπεριφορές σε όλα τα πεδία δραστηριοποίησής του χωρίς να περιθωριοποιηθεί; Πως καταφέρνει να σέρνει τον πόνο του από την απόκλιση από το όνειρο μιας δίκαιης κοινωνίας χωρίς να αποκαλείται καταθλιπτικός και φευγάτος; Πως μπορεί να δέχεται το πήδημα στην εργασία του και μετά να γυρνάει σπίτι έτοιμος να δώσει αγάπη;