Βρίσκομαι μεταξύ δακρυγόνων και καμένων σκουπιδιών, έπειτα
από μια πορεία διαμαρτυρίας περιτριγυρισμένος από την οργή δίπλα μου, την
έκπληξη πιο πέρα στο πεζοδρόμιο και την αδιαφορία στα πρόσωπα που πίνουν τον
καφέ τους ακόμα πιο μέσα, ενώ τα αυτοκίνητα υπομονετικά χαμογελάνε που το
μπλοκάρισμά τους συνοδεύεται από λίγη δράση και η ανάσα μου κόβεται για να
καθαρίσει με το θαλασσινό αεράκι σε λίγο, τότε που τα ζευγαράκια πάνε για ποτό
και οι μεγαλύτεροι σπίτι για να δουν τις ειδήσεις.
Περπατάω στα σπασμένα για τις πέτρες πεζοδρόμια, στα έρημα
πεζοδρόμια που κοσμούνται από διαμελισμένες τζαμαρίες εταιριών και αναλογίζομαι
πόσες φορές το έχω ξαναδεί αυτό και τι ακολούθησε αυτού. Μαύρα ρούχα, κουκούλες
και κράνη, ρόπαλα, πέτρες, φωτιά. Και έπειτα λόγια, αναλύσεις, αντικρούσεις,
αντί- χωρίς τελειωμό. Λιτότητα στη ψυχή και το πνεύμα. Ύλη διαλυμένη μόνο γύρω,
και δομές κατακερματισμένες στο νου. Η λογική τρέπεται σε φυγή, εδώ κυριαρχεί
το θυμικό, εκείνο των πόλεων που κουβαλούν χλιδή και μαυρίλα, προοπτική και
τρέλα. Κατεβασμένα μούτρα, κενό κάπου κει μέσα, ούτε οργή, ούτε πάθος, μόνο
μετάνοια.
Γυρίζω σπίτι και πιάνω ένα βιβλίο για να ηρεμήσω. Διαβάζω
για το πώς η θρησκεία ως πρακτική ηθικής καθοδήγησης (όχι ως θεωρία) μπορεί να
βοηθήσει τους άθεους να βρουν το δρόμο τους στο χάος του φιλελευθερισμού (όχι
μόνο του νέο- αλλά γενικά). Ω ναι, έχει τόση αλήθεια. Σκατά. Το κλείνω και βάζω
μεταμεσονύκτια funky εκπομπή. Ξεχνάω, ξεχνιέμαι, αφήνομαι, όλα είναι funky, μην ασχολείσαι άλλο.
Κοιμήσου. Τόσα λίγα για χθες, στερεύω.