Η κορούλα μου και τα παραμύθια, ο φίλος μου και η οικογένειά
του, η εκδρομούλα και ο ουρανός με τον ήλιο να βασιλεύει. Στο ενδιάμεσο κόσμος,
μουσικές, αυτοκίνητο, στροφές, λόγια, πολλά λόγια. Και στο τέλος οι αυριανές
δουλειές. Τα χρήματα που μας λείπουν και οι αγωνίες μας. Για το αν είμαστε
αρεστοί ακόμα ή πόσο μας αρέσει ο κόσμος, για το πώς μεγαλώνουν τα παιδάκια και
το πώς εμείς, για το αν διαρκεί η ευτυχία και πόσο μπορεί να γεμίσει ένα γεμάτο
ή ένα ραγισμένο μπουκάλι. Ο δρόμος και το τρέξιμο, οι προσδοκίες και οι
γρήγορες σκέψεις, οι απογοητεύσεις που δεν επιβεβαιώθηκαν και οι βεβαιότητες
που ματαιώθηκαν.
Μέσα σε ένα μυαλό εγκλωβισμένο πέρα από το παρόν, πέρα από
την ανάγκη και την στιγμή, να αναζητά στο υπερπέραν διαβεβαιώσεις. Ενώ εδώ και
τώρα μια φωνούλα τον καλεί γκρινιάζοντας για παρέα πριν να κοιμηθεί. Ο μπαμπάς,
η κουκουβάγια, ένα παραμύθι, ένα νέο ταξίδι γεμάτο φαντασία. Στο φόντο παίζουν
οι σκηνές της καθημερινότητας, οι ουρές, οι αναμονές, η αγωνία και το άγχος αν
θα έρθει η σειρά μου να εξυπηρετηθώ, να πληρωθώ, για το πώς θα φερθώ αν δεν, αν
θα εκπληρώσω τις προσδοκίες των άλλων και αν θα σωθώ από το βάρος των πειρασμών
της πόλης. Παίζει η ταινία, η κασέτα, και δεν τελειώνει ώσπου συνειδητοποιώ με
μια έκτη αίσθηση ότι κοιτάζω τον εαυτό μου από κάπου αλλού, από μακριά. Τον
βλέπω να τρέχει, να προσπαθεί, να αισθάνεται, να στοχεύει, να πετυχαίνει, να
απογοητεύεται, να σκέφτεται. Αλλά είναι ο ίδιος αυτός που κοιτάζει με αυτόν που
κοιτάζεται. Τους χωρίζει μόνο ένα παραμύθι, μια εκδρομή, μια μέρα. Και τους
ενώνει μια σιωπή.