Όταν βγάζεις ένα ψυγείο από την πρίζα χωρίς να έχει γίνει καμία ζημιά ή χωρίς να θέλεις να το μετακινήσεις, ένας είναι ο σημαντικότερος λόγος που το κάνεις. Επειδή φεύγεις, φεύγεις για καιρό και όταν ξανάρθεις θα έχουν περάσει τρεις ολόκληρες εποχές. Κάπως έτσι τελειώνει άλλο ένα καλοκαίρι στην εξοχή. Με τις σακούλες του ψυγείου φορτωμένες στο αυτοκίνητο. Απόγευμα, ποτέ άλλη ώρα και αφού έχει προηγηθεί το τελετουργικό της μεσημεριανής σιέστας. Δεν ακούς πλέον τις μουσικές από τα παραλιακά μπαρ, ούτε σκούζουν τα τζιτζίκια από την πολλή ζέστη. Κοιμάσαι καλύτερα από ποτέ αλλά θα πρέπει να φεύγεις. Η ζωή στην πόλη άρχισε πάλι. Οι φυλλωσιές είναι αμυδρά ελαφρύτερες από τα μπουρίνια που έριξαν τα φύλλα, το χώμα σκούρο, φρεσκοποτισμένο, τα σύννεφα παίζουν κρυφτό με τον ήλιο και μια σκας μια δροσίζεσαι. Δε θέλεις να δεις ποιος θα είναι ο νικητής.
Οι γείτονες λιγόστεψαν αισθητά και τα πρόσωπα των γονέων σκεπτικά. "Άντε και το χρόνου εδώ πάλι" ευχήθηκα. "Για να δούμε μη δε ξανάρθουμε" πήρα απάντηση. Και πέρσι το ίδιο είπαν αλλά δεν το έκαναν, δεν άφησαν μόνο τον τόπο που ονειρεύτηκα πιο πολύ ως παιδί και έπειτα. Εκεί ήσαν και φέτος και μας περίμεναν. Και πήγαν πολλοί άλλοι, συγγενείς, φίλοι και γνωστοί για επίσκεψη. Δεν ήταν και τόσο μόνοι όσο τα εκατοντάδες τσιγάρα που έσβησαν στα τασάκια, καθήμενοι στις ίδιες καρέκλες με τις ώρες, αφήνουν να εννοήσει κανείς. Εγώ όμως ξέρω ότι ήταν πιο μόνοι φέτος μετά και την οριστική απώλεια του προύχοντα της παραλιακής μας γειτονιάς. Το να μην βλέπουν ψυχή απέναντι, δέντρα να ξεραίνονται και αγκάθια να οργιάζουν τους έθλιβε, παρά τις αναλαμπές κάποιας παρουσίας εδώ και εκεί. Διότι ξέρουν ότι και εκείνων τα ψωμιά αργά ή γρήγορα τελειώνουν.
Σε μία από τις νεαρές ροδακινιές, εκεί που είναι χωμένα τα κόκκαλα του Κούκι, εκεί βρίσκεται χωμένη η μελαγχολία μου προς στιγμήν. Από εκεί ξεπηδάει το ιστορικό των εποχών να ξετυλίγεται, των ζώων, των ανθρώπων, των πραγμάτων που κάναμε, που αναμέναμε, που λαχταρούσαμε. Παρέα κάποτε, τώρα οικογένεια, ο ένας από δω, ο άλλος από κει και σπάνια, πολύ σπάνια διασταυρωνόμαστε σε άλλα μέρη, με άλλους ανθρώπους ανάμεσά μας και άλλες πολύ άλλες σκέψεις από κείνες που κάναμε κάποτε. Δίνουμε υποσχέσεις με κάποιους, από αυτές που δεν τηρούνται ποτέ, με άλλους προσέχουμε τι δίνουμε. Διότι όσο περνά ο καιρός κουβαλά πολλά κενά που περιμένουν να καλυφθούν αλλά δε ξέρουμε πως θα τα καλύψουμε. Να πούμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια και να πει "Αυτός είμαι, με γνωρίζεις, δεν έχω αλλάξει πολύ.." Αλλά μπορεί και να έχουμε αλλάξει πολύ, τόσο πολύ που τρομάζουμε να το δούμε ο ένας στον άλλον μην και καταρρίψουμε τις αναμνήσεις.
Μέσα σε όλα αυτά, να μια ψυχή απέναντι, πλησιάζει, έχει καιρό να εμφανιστεί, κοίτα να δεις που ήρθε η άτιμη να μας αποχαιρετίσει και να την αποχαιρετίσουμε και εμείς. 14 και με ζάχαρο, ήρθε στο κλειστό σκουριασμένο πορτόνι για μια τελευταία μυρωδιά, με κοίταξε για λίγο και γύρισε πίσω βαρυγκωμώντας. Από τη ρίζα της ροδακινιάς μέχρι το απέναντι χωράφι, δύο σκύλοι απόσταση, δύο εποχές, ίσως και περισσότερες να διαγράφονται σε κάθε τέλος καλοκαιριού.
Τα αμάξια φύγαμε και στο τέλος πάλι ένας αδέσποτος σκύλος μένει να κοιτάζει κατά μήκος του δρόμου τους ανθρώπους που το τάιζαν να φεύγουν, μαζί και το καλοκαίρι, μαζί και τις αναμνήσεις, μαζί και μια ακόμα εποχή. "Έτσι είσαι;" είπα μέσα μου. "Μικρή, πάμε για μπάνιο, το τελευταίο μας ε; Πάμε;" , " Ε, ναι μπαμπά, πάμε". Πάμε να δούμε τη μάχη του ήλιου με τα σύννεφα και του ειρηνοποιού ουράνιο τόξου να απλώνονται θεατρικά γύρω μας. Μαζί με τις κορυφές των βουνών, τα κτίρια της πόλης εκεί στην άκρη και το απέραντο γκριζογαλάζιο μπροστά μας. Πάμε να ξεχάσουμε ότι ο χρόνος περά και να ξεπλύνουμε τη θλίψη μας στην καθαρότητα της μεγάλης κυρίας που μας κρατά εκεί για άλλο ένα καλοκαίρι. Και θα μας υποδεχτεί εκεί πάλι όποτε εμείς το θελήσουμε. Αντίο θάλασσα, αντίο χρόνε, αντίο