Χθες είχα την ευκαιρία να παραβρεθώ σε ένα τραπέζι γενεθλίων όπου ανάμεσα στα πολλά που συζητούσαν οι μεγάλοι ήταν και το θέμα της εργασίας και συγκεκριμένα της ανεργίας και των συνθηκών εργασίας. Το θέμα ξεκίνησε από την μη δυνατότητα παρακολούθησης των πανεπιστημιακών μαθημάτων και την ευκολία με την οποία οι φοιτητές περνάνε τις εξετάσεις την περίοδο του κορονοϊου. Συνεχίστηκε με την ευκολία με την οποία περνάνε στο πανεπιστήμιο αλλά και αποφοιτούν από αυτό. Για να καταλήξει στο ότι μετά την αποφοίτηση δε δέχονται να δουλέψουν όπου και όπου.
Σε συνομιλία που είχα με έναν μέλος της παρέας, εκείνος υποστήριξε ότι «οι σημερινοί νέοι δεν θέλουν να εργαστούν» και συνεπώς αυτή είναι η πιο βασική αιτία της ανεργίας σήμερα. Διαφώνησα άμεσα μαζί του λέγοντας ότι ανεξάρτητα από τους προσωπικούς λόγους που μπορεί να έχει κάποιος για να πάει ή όχι να δουλέψει κάπου, υπάρχουν αντικειμενικοί, κοινωνικοί παράγοντες που δημιουργούν την ανεργία, όπως είναι η έλλειψη ζήτησης στην αγορά, οι χαμηλοί μισθοί και οι κακές συνθήκες εργασίας που οδηγούν σε συνεχείς παραιτήσεις. Ο συνομιλητής μου διαφώνησε λέγοντας ότι και δουλειές υπάρχουν και «οι μισθοί δεν είναι τόσο χαμηλοί αν είσαι νέος». Για τις συνθήκες εργασίας υποστήριξε επίσης ότι ακόμα και αν δεν είναι ιδανικές, πρέπει να ευθυγραμμιστούν με όλες τις άλλες συνθήκες διότι «και αυτός ως δημόσιος υπάλληλος δεν έχει πληρωθεί καμία υπερωρία οπότε γιατί να πληρωθούν οι ιδιωτικοί;” Όχι μόνο αυτό αλλά υπάρχουν και εκείνοι που απαιτούν να μην τους κολλάνε ένσημα για να παίρνουν ταυτόχρονα και επιδόματα.
Tην άποψή του την έχει σχηματίσει μέσα από τις προσωπικές του επαφές και γνωριμίες όπου γνωστοί του επιχειρηματίες λένε ότι «μόνο οι άνω των 40 ψάχνουν για δουλειές, οι νεότεροι βολεύονται με τα επιδόματα, το οικογενειακό χαρτζιλίκι, απαιτούν πολλά ή φεύγουν με την πρώτη δυσκολία». Συν τοις άλλοις λοιπόν, πρέπει να κοπούν και τα επιδόματα γιατί δημιουργούν αντικίνητρο προς την αναζήτηση εργασίας.
Τα δικά μου αντεπιχειρήματα ότι την ανεργία την καθιστούν κοινωνικό πρόβλημα κοινωνικοί παράγοντες και όχι προσωπικές επιλογές και ότι αν οι τελευταίες εκφράζονται προς μια κατεύθυνση πανομοιότυπα τότε πρέπει να αναζητηθούν οι κοινωνικοί λόγοι που γίνεται αυτό, δεν έπιασαν τόπο.
Το ότι η ανεργία σήμερα όπως και όλα τα προηγούμενα χρόνια οφείλεται στη χαμηλή ζήτηση εργασίας λόγω κρίσης δεν έγινε απόλυτα δεκτό από τον συνομιλητή μου. Το ότι πολλοί προτιμούν τα επιδόματα ή τα χαρτζιλίκια από τους γονείς-παππούδες αντί μιας εργασίας, δεν αποδίδεται κατ’ αυτόν στις πολύ χαμηλές παροχές, την αβέβαιη επαγγελματική εξέλιξη, τις αντίξοες συνθήκες εργασίας αλλά στο ότι έχουν καλομάθει από το κράτος και τα επιδόματά του. Βεβαίως η φτώχεια και η ανέχεια δεν αναγνωρίστηκαν ως κοινωνικοί κίνδυνοι για τους οποίους οφείλει ένα κράτος να παρέχει κοινωνικά επιδόματα. Ούτε «οι υπερβολικές απαιτήσεις τους όταν ζητάνε να μην τους βάζουν ένσημα για να παίρνουν και το επίδομα…» αποδίδεται στο ότι τελικά αυτοί που το κάνουν αυτό δεν τα βγάζουν πέρα διαφορετικά.
Με λίγα λόγια φταίει ο άνεργος που δεν έχει ή που δε βρίσκει δουλειά. Αυτό μου θυμίζει το «φταίει ο φτωχός που δεν έχει να μέσα για να ζήσει καλά», «φταίει η χώρα και οι πολίτες της που υπάρχει οικονομική κρίση ή πόλεμος ή λιμός», «φταίνε οι πρόσφυγες που έφυγαν από την πατρίδα τους» και πάει λέγοντας. Με άλλα λόγια φταίνε τα υποκείμενα για ότι τους συμβαίνει και όχι οι αντικειμενικοί παράγοντες που επηρεάζουν την συμπεριφορά των υποκειμένων. Μια διαφορετική διατύπωση θα ήταν «κοινωνία δεν υπάρχει, μόνο άθροισμα ατομικών επιλογών».
Δεν μπήκα βεβαίως στον κόπο να αναπτύξω το τι πρεσβεύει η πλειοψηφία των κοινωνικών επιστημόνων για το ζήτημα αυτό γιατί είχα ήδη απογοητευθεί από την σιγουριά με την οποία ο συνομιλητής μου διατύπωνε τις απόψεις του. Απόψεις που δε βασίζονται στην κατακτημένη γνώση και την έρευνα παρά μόνο στην παρατήρηση, που αναγνωρίζουν το αλάθητο και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Αυτό δηλαδή που η κοινωνική έρευνα αναγνωρίζει ως «απλουστευτική και μη-ορθολογική κατανόηση της πραγματικότητας» σύμφωνα με το βιβλίο της Κοινωνιολογίας της Γ’ Λυκείου.
Για την κοινωνιολογία είναι αναγκαίο να υπάρχουν κοινωνικοί παράγοντες που να εξηγούν τα κοινωνικά φαινόμενα. Διαφορετικά, μιλάμε για «κοινωνικά» θέματα σα να κουτσομπολεύουμε γιατί αυτό κάνουμε όταν ψάχνουμε να μας πουν τους προσωπικούς λόγους που δεν δέχονται να πάνε σε μια δουλειά οι νέοι ή οι οποιοιδήποτε άλλοι. Αυτό όμως είναι κουβέντα καφενείου που δεν αποσκοπεί στο να φωτίσει τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους μπορεί να εκφράζεται αυτή η συμπεριφορά αλλά στο να συσκοτίσει την πραγματικότητα, αρνούμενη ότι υπάρχουν τέτοιοι λόγοι που να έχουν δηλαδή κοινωνική αναφορά. Έτσι κανείς αρκείται να εκφράζει την υποκειμενική του «άποψη» σα να είναι γνώση που πρέπει να είναι σωστή, επειδή εμφορείται από την εκάστοτε αναγκαία κατάσταση του υποκειμένου-ατόμου και αυτή πρέπει να είναι απόλυτα σεβαστή ακόμα και αν αλλάζει το ίδιο το περιεχόμενό της από συζήτηση σε συζήτησης, από καφενείο σε καφενείο, από συνομιλητή σε συνομιλητή.
Η συσκότιση της πραγματικότητας δημιουργεί σκοταδισμό, το αντίθετο από το διαφωτισμό. Ο σκοταδισμός κυοφορείται εκεί που δεν αναγνωρίζεται το κοινωνικά δίκαιο και υπερπροβάλλεται το πρακτικώς δυνατό. Διότι αν είναι δυνατό να δουλεύεις για να επιζήσεις 14 ώρες την ημέρα σε κακές συνθήκες και χαμηλά αμειβόμενος τότε γιατί να το εμποδίζει αυτό μια κοινωνική συνθήκη δικαίου; Εξυπηρετεί εν τέλει ο σκοταδισμός αυτός έναν ρεαλισμό που εμφανίζεται ως «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική» (το γνωστό ΤΙΝΑ αγγλιστί). Και το δίκαιο περιθωριοποιείται ως μια ανεφάρμοστη ουτοπία.
O σκοταδισμός γεννάει επίσης το ρατσισμό και τον φασισμό. Με το να μην αναγνωρίζονται αντικειμενικοί παράγοντες που οδηγούν στα κοινωνικά προβλήματα και να αποδίδονται όλα τα δεινά στα «πρόσωπα» και τις «ομάδες», στοχοποιούνται οι πιο αδύναμοι, ακριβώς και μόνο από το γεγονός ότι δεν πρέπει να είναι αδύναμοι .
Εν τέλει, δεν υπάρχει φως στο επιχείρημα ότι η ανεργία υπάρχει διότι οι νέοι δε θέλουν να δουλέψουν. Υπάρχει αντίθετα σκοτάδι διότι ακόμα και αν οι νέοι θέλουν να δουλέψουν το πρόβλημα θα παραμείνει.
Κάθε φορά που απογοητεύομαι το ρίχνω στην ακαδημαϊκότητα και αυτό με κάνει να κλείνομαι στον εαυτό μου και να γίνομαι λιγότερο κοινωνικός. Σκέφτηκα ότι «απότυχα» να εκφράσω με ενάργεια και πειστικότητα τα επιχειρήματά μου. Έγραψα αυτό το κείμενο για να αποζημιώσω τον εαυτό μου για αυτήν του την αδυναμία και ίσως έτσι αποσυσκοτιστώ από πλευράς μου και διαφωτιστώ από δικής σας πλευράς.
Υ.Γ. Να ειπωθεί ότι αφότου σηκώθηκα και περιηγήθηκε στα πέριξ ακούγοντας όμως με την άκρη του αυτιού μου τα λεγόμενα, άκουσα για πολλοστή φορά την ιστορία για το κλείσιμο των εργοστασίων της Πάτρας και το πως αυτό οφείλεται στους συνδικαλιστές, για το ότι η οικονομία μόνο επί Παπαδόπουλου ήταν καλή και πολλά άλλα ωραία και όμορφα.