Μία φορά και έναν καιρό σε έναν αγρότοπο όχι πολύ μακριά από την πόλη ζούσε μία σκυλίτσα με το όνομα Λούσυ. Η Λούση είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πάνω της, είχε πολλά χρώματα, κόκκινο, πορτοκάλι ,καφέ, κίτρινο, μαύρο σε όλο της το τρίχωμα. Αυτός ήταν και ο λόγος που το αφεντικό της δεν τη μεταχειριζόταν με τον καλύτερο τρόπο. «Ε, λεοπάρδαλη» της έλεγε τη μια, «ε χρωματοσούπα» την άλλη, ασχημομούρα την ανέβαζε μπουρδουκλομούρα την κατέβαζε. Η Λούση στεναχωριόταν όταν της μιλούσε έτσι το αφεντικό της και κρυβόταν ντροπιασμένη σε διάφορες γωνιές του χωραφιού. Καμιά φορά της περνούσε από το μυαλό να φύγει, να την κοπανήσει. Δίσταζε όμως διότι ήταν καλομαθημένη στο έτοιμο φαγητό και την ασφάλεια που της προσφερόταν.
Μια μέρα που η πολύχρωμη Λούσυ καθόταν στο κατώφλι της εισόδου του σπιτιού, το αφεντικό της φανερά θυμωμένο με κάτι που η ίδια δεν γνώριζε (διότι οι σκύλοι δεν κατανοούν τους λόγους που οι άνθρωποι νιώθουν όπως νιώθουν παρότι συχνά τους συναισθάνονται) της έριξε μία κλωτσιά στην κοιλιά φωνάζοντας της «Κάνε εσύ στην άκρη παρδαλόσκυλα». Η Λούσυ πόνεσε και στεναχωρήθηκε με το πόσο άσπλαχνο ήταν το αφεντικό της. Δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε να το επιχειρήσει, να φύγει… Κάθε φορά μέχρι εκείνη την ημέρα που το σκεφτόταν αυτό έκανε πίσω, «και αν με βρει και με γυρίσει πίσω θα με σαπίσει στο ξύλο» σκεφτόταν «Και αν δεν αντέξω τη ζωή στο δρόμο και μπω σε πειρασμό να γυρίσω πίσω μπορεί να με δέσει για να μην ξαναφύγω.» Δεν ήταν παράλογοι οι δισταγμοί αυτοί που περνούσαν από το μυαλό της. Εβλεπε πίσω από το φράχτη στο δρόμο και τα ξέφραγα χωράφια τριγύρω πολλούς περιπλανώμενους σκύλους άλλους συφοριασμένους, άλλους πεινασμένους άλλους αγριεμένους. Δεν ήταν εύκολη ζωή στο δρόμο μακριά από ένα σπίτι…
Οι σκέψεις αυτές όμως γκρεμίστηκαν μαζί με την κλωτσιά που έφαγε στην κοιλιά. Αποφάσισε ότι με την πρώτη ευκαιρία που θα έβρισκε ανοιχτό το πορτόνι της αυλής και χωρίς να τη βλέπει κανείς θα έφευγε. Και αυτό έπρεπε να είναι το συντομότερο δυνατόν.
Το ίδιο απόγευμα όπως κάθε μέρα το αφεντικό είχε ανοίξει το πορτόνι για να βγει έξω με το αγροτικό του. Ενώ ετοίμαζε διάφορα πράγματα για να μεταφέρει σε αυτό, η Λούσυ ξεγλίστρησε έξω από το πορτόνι γρήγορα γρήγορα για να μην την πάρει χαμπάρι εκείνος. Σε πολύ λίγο είχε στρίψει γωνία χωρίς να γίνει αντιληπτή. Κρύφτηκε περιμένοντας να φύγει το αγροτικό και όταν αυτό απομακρύνθηκε αρκετά βγήκε στο δρόμο.
Δεν ήξερε που πήγαινε. Ούτε ήξερε για πόσο θα πηγαίνει. Ήξερε μόνο ότι θα έκανε τα πάντα για να μην ξαναγυρίσει πίσω σε εκείνο το μέρος. Περπατούσε, περπατούσε στους δρόμους ώσπου το φως της μέρας άρχισε να δύει. Είχε αρχίσει να κουράζεται και να πεινάει. Δεν είχε κάποιο σχέδιο, οι σκύλοι δεν κάνουν σχέδια, αγαπάνε ολόψυχα ή επιτίθενται χωρίς να το πολυσκεφτούν. Ένιωθε όμως ότι έπρεπε κάπου να σταματήσει, είχε πέσει σχεδόν η νύχτα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά από το αγρόκτημα που ζούσε στην εξοχή όπου υπάρχουν αρκετά χωράφια για να βρει κανείς απάγκιο. Δίπλα σε ένα σπίτι υπήρχε ένα τέτοιο με καμιά 20αρια δέντρα. Μπήκε σε αυτό, η ύπαρξη του σπιτιού την έκανε να νιώθει κάποια ασφάλεια. Πήγε στην πιο ακρινή γωνία για να ξαποστάσει και ίσως, αν τα κατάφερνε, να κοιμηθεί. Με λίγη τύχη αν τη βλέπανε από το διπλανό σπίτι θα της έριχναν κάτι για φαγητό, ονειρευόταν η Λούσυ. Και με αυτή την ονειροπόληση την πήρε ο ύπνος.
Ώσπου μετά από λίγη ώρα άκουσε θορύβους εκεί κοντά. Μέχρι να ανοίξει τα μάτια της και να ανασηκωθεί το θρόισμα των χορταριών είχε φτάσει κοντά της. Πρώτη-πρώτη την ανακάλυψε μία σκύλα καλοτριχωμένη και παχουλούτσικη με πονηρά μούτρα. «Βρε βρε τι έχουμε εδώ καλέ, νέο αίμα βλέπω! Μπα, και μάλιστα παρδαλιάρικο, ότι πρέπει για το δρόμο, μα που βρισκόσουν εσύ τόσον καιρό;» Η Λούσυ συνοφρυώθηκε με την παρουσία και με τα λόγια αυτής της καλοθρεμμένος μέγαιρας και δεν είπε λέξη. «Ε παιδιά για κοπιάστε προς τα εδώ να δείτε τι σας ανακάλυψα.» φώναξε εκείνη προς την άλλη κατεύθυνση μέχρι να φτάσουν δύο σκύλοι κοντά τους. Η πολύχρωμη Λούσυ σαστισμένη στάθηκε να κοιτάζει τους δύο σκύλους. Για μία στιγμή φοβήθηκε από τον όγκο τους, ιδιαίτερα του ενός από τους δύο που πλησίασε κοντά της. Κάτι στο βλέμμα του όμως της καταλάγιασε ελαφρώς το φόβο. Ο μεγαλόσωμος σκύλος στάθηκε απέναντί της κοιτάζοντας την σοβαρά και διερευνητικά. Η Λούσυ είχε σκύψει το κεφάλι και του έριχνε διστακτικές ματιές. «Τι κάνεις εσύ εδώ; Από που έφυγες; Δεν σε έχω ξαναδεί τριγύρω, σίγουρα την κοπάνησες από κάποιο σπίτι έτσι;» η λούση έμενε αμίλητη, το ίδιο και ο δεύτερος σκύλος που καθόταν από πίσω. «Τι συνέβη, δεν είχε φαί ή έπεφτε ξύλο;» συνέχισε ο πρώτος αλλά η Λούσυ δεν απαντούσε φοβισμένη ακόμα όπως ήταν. «Μάλιστα, εσύ μάλλον δεν έχεις ξαναβγεί στο δρόμο καθώς φαίνεται.» Η νταρντανοσκύλα δίπλα κοιτάζει τη Λούσυ με ύφος πονηρό και περιπαικτικό, χαμογελάει σχεδόν ακούγοντας την ανάκριση. «Πω πω τι ντροπές βλέπω, καιρό που έχω να το δω αυτό. Καλέ μίλα, πες μας κάτι, τι κάθεσαι έτσι σκουντουφλιασμένη; Και για πες μας, που το κονόμησες το τριχωματάκι, φυσικό ή το απέκτησες στην πορεία; Χιχιχι…» είπε ενώ ο μεγαλόσωμος σκύλος την κοίταξε κοφτά σαν να βλέπει μία πονηρή αλεπού. Εκείνη γύρισε το κεφάλι της αυτάρεσκα προς την άλλη πλευρά. «Αποφάσισες να μείνεις εδώ για τη νύχτα καθώς φαίνεται…», «ναι και χωρίς να ρωτήσει κανέναν καθώς φαίνεται…» πρόσθεσε η άλλη ενώ το κοφτό βλέμμα του σκύλου προς αυτήν επαναλήφθηκε. «Εδώ είναι δικό μας λημέρι, δεν ξέρω αν έκανες καλά, είναι σκοτεινά και δεν έχει αρκετό φαγητό για όλους.» Η Λούσυ κοίταζει πιο πολύ τώρα τον σκύλο που της μιλάει. Την κοιτάζει στα ίσια και είναι σοβαρός αλλά κάτι στα λόγια του την κάνει να φοβάται λιγότερο. Ο άλλος σκύλος όλη αυτή την ώρα δεν έχει πάρει τα μάτια του από πάνω της. «Λοιπόν, σήμερα μπορείς να κάτσεις εδώ. Αύριο πρέπει να το ξανασκεφτείς.» Ύστερα στρέφεται προς τον άλλο σκύλο, «Ντέιβ, φέρε ένα από τα κόκκαλα που θάψαμε σήμερα.» Ο άλλος σκύλος χωρίς να απαντήσει προχώρα προς την άλλη άκρη του χωραφιού και σε λίγο έρχεται με ένα μεγάλο κόκκαλο στο στόμα. Το αφήνει λίγο πιο πέρα από τη Λούσυ και γυρίζει στη θέση του. Η σκύλα-αλεπού κοιτάζει ειρωνικά την όλη σκηνή ψιθυρίζοντας «καλά-καλά…» και αποχωρεί. Ο μεγάλος σκύλος απευθύνεται στη Λούσυ «πάρε αυτό από εμάς για σήμερα. Για αύριο δεν σου υποσχόμαστε τίποτα» λέει πριν αποχωρήσει. «Ευχαριστώ…» βγαίνει δειλά από το στόμα της πολύχρωμης Λούσυ και τον κάνει να κοντοσταθεί ενώ πάει προς τη μεριά του. Σε λίγο έχει απλωθεί η σιωπή.
Το επόμενο πρωί, πριν ξημερώσει για τα καλά, η Λούσυ ανοίγει τα μάτια της. Κατάφερε να κοιμηθεί μερικές ώρες παρά τα συχνά γαυγίσματα, τα τσιριχτά νιαουρίσματα και τους άλλους ήχους των ζώων της νύχτας. Ανασηκώθηκε και διακλαδώθηκε και για να ξυπνήσει καλύτερα. Κοιτάζοντας καλύτερα έψαξε να βρει τους χθεσινούς γνώριμους της αλλά δεν τους είδε πουθενά. «Που να είναι άραγε;» αναρωτήθηκε. Σηκώθηκε κανονικά και άρχισε να τους ψάχνει αλλά τίποτα, είχαν φύγει. Κάθισε να τους περιμένει αλλά οι ώρες περνούσαν και εκείνη βαρέθηκε. Είπε τότε να πάει κι αυτή να γυρίσει λίγο. Πήρε το δρόμο λοιπόν χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Πεινούσε πάλι αλλά ούτε ίχνος φαγητού στο δρόμο. Λίγη ώρα μετά συνάντησε έναν σκύλο που περπατούσε λες βιαστικά και δεν της έδωσε καμία σημασία. Κοιτούσε ίσια μπροστά σαν υπνωτισμένος ενώ ήταν φανερά καταπονημένος. Στα σπίτια που συναντούσε είτε έβλεπε σιωπή, είτε άγριους μεγάλους σκύλους που της γαύγιζαν λυσσασμένα πίσω από φράχτες, μυτερά κάγκελα και ψηλές κλειστές πόρτες. Τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια που περνούσαν λυσσομανούσαν δίπλα από τα αυτιά της. Συνάντησε και άλλες παρέες σκύλων, κάποιες μάλιστα έκαναν να τη μυρίσουν ενώ άλλες απομακρύνθηκαν φοβισμένες. Η Λούσυ δεν μπορούμε να πούμε ότι ένιωθε και πολύ φιλόξενα σε αυτά τα μέρη. Η πρόσφατη όμως κακοποίηση που υπέστη ήταν ακόμα νωπή μέσα της. Εξάλλου ήλπιζε ότι θα ξανασυναντήσει τη χθεσινή παρέα. Σκεφτόταν το χθεσινό βράδυ, στην αρχή ήταν φοβισμένη αλλά κάτι στα λόγια, κάτι το κόκκαλο που της πρόσφεραν, την έκαναν να ανακουφιστεί σχεδόν και να νιώσει φιλικά απέναντι τους. Οι σκέψεις της διαλύθηκαν όταν ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπη με τρεις σκύλους, δύο θηλυκούς και έναν αρσενικό που της έκλεισαν το δρόμο. Έκανε να τους παρακάμψει χωρίς να τους δώσει σημασία αλλά εκείνοι δεν την άφησαν να περάσει. «Για που το’ βαλες, ξέρεις πού βρίσκεσαι, εδώ είναι τα δικά μας λημέρια και δεν κυκλοφορεί όποιος θέλει». Η Λούσυ οπισθοχώρησε αλλά ούτε πίσω την άφηναν να γυρίσει. «Πού πας, έτσι εύκολα νομίζεις ότι θα ξεμπερδέψεις μαζί μας παρδαλό κατσικάκι; Χα, για πες μας καταρχήν πως απέκτησες αυτό το τρίχωμα, μπας και είναι καμουφλάζ για να μας τρομάξεις;» Οι υπόλοιποι σκύλοι έβαλαν τα γέλια σιγοντάροντας την αρχηγό τους. Η Λούσυ δεν μιλούσε και είχε μείνει ακίνητη. «’Ελα, γιατί δεν λες τίποτα, φοβάσαι μη σου ξεβάψει το καμουφλάζ;» και τα γέλια συνεχίζονται. Η Λούσυ τότε πατάει μία τρεχάλα για να ξεφύγει αλλά ο αρσενικός σκύλος την προλαβαίνει αρπάζοντας της το δεξί πισινό πόδι με την κοφτερή του μασέλα. Εκείνη βγάζει μία κραυγή πόνου ο οποίος δυναμώνει καθώς προσπαθεί να του ξεφύγει ανεπιτυχώς. Παγιδευμένη, τραυματισμένη και φοβισμένη μένει ακίνητη ώσπου ξαφνικά ακούγεται ένας σπαραγμός και ακολουθεί ένα κουτρουβάλιασμα μέσα στη σκόνη. Ο σκύλος που την είχε πιασμένη βρίσκεται δεμένος χειροπόδαρα με έναν άλλο μεγαλόσωμο σκύλο. Ο τελευταίος φαίνεται να υπερισχύει και δείχνοντας τα δόντια του στους τρεις συμμορίτες τους κρατάει μακριά από τη Λούσυ. Πιο πίσω και ο φίλος του. Η Λούσυ δε λέγεται τι ανακούφιση νιώθει όταν ανακαλύπτει ξανά τη χθεσινοβραδινή παρέα. «Τι νόμιζες, ότι τα πράγματα στους δρόμους είναι εύκολα; Πως βρέθηκες εδώ; Δεν ήξερες φαίνεται ότι εδώ ποτέ δεν έρχεται κανείς μόνος του, πόσο μάλλον αν είναι άβγαλτος όπως εσύ. Θα σε συμβούλευα να πας πίσω στο σπίτι σου, δεν είσαι φτιαγμένη εσύ για τους δρόμους. Ντέιβ, εσύ τι λες;» ο φίλος πιο πίσω κούνησε ζωηρά την ουρά του κοιτάζοντας με ανασηκωμένα τα αυτιά. «Αυτός είναι ο Ντέιβ, φίλος καλός. Δε γνώρισε σπίτι, από νιάνιαρο στους δρόμους. Εμένα με φωνάζουν Κοξ από την ώρα που βγήκα στο δρόμο.» «Εγώ είμαι η Λούσυ» είπε εκείνη αναρωτώμενη αν έπρεπε να αλλάξει όνομα. «Έλα μαζί μας αν θέλεις για προστασία. Για φαγητό όμως δεν σου εγγυόμαστε τίποτα, τα πράγματα είναι δύσκολα, πολλά αδέσποτα στόματα, λίγο αδέσποτο φαγητό. Η Λούσυ ακολούθησε τους δύο σκύλους ολόκληρη την ημέρα. Και που δεν πήγαν για να βρουν φαγητό. Έφτασαν σχεδόν στην πόλη για να ψαχουλέψουν τίποτα στους γεμάτους κάδους. Έψαξαν στις αυλές και τα σκουπίδια των φαγητάδικων, μπλέχτηκαν ανάμεσα στα πόδια του πλήθους των ανθρώπων μήπως και τους πετάξει κανείς τίποτα τυχερό. Όμως τίποτα, μικρή η μπάζα σήμερα.
Είναι οι ώρες οι περασμένες μεσημεριανές που χαμηλώνει η κίνηση στους δρόμους και ξαποσταίνουν λιγάκι όπου βρουν. Ώρες διαλείμματος και περισυλλογής αν είναι τυχεροί να μη βρέχει και γίνουν μούσκεμα προτού βρουν απάγκιο σε κανένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα, καμία καλύβα ή οπουδήποτε αλλού. Σπάνια, πολύ σπάνια είναι και τυχεροί, πέφτουν πάνω σε τίποτα πεταμένες πίτσες, γυρόπιτα ή ολόκληρες μερίδες φαγητού που κάποιος πέταξε πριν λίγο, συνήθως εκεί που συχνάζουν πολλοί άνθρωποι. Πέρα από το φαγητό η ασφάλεια είναι δύσκολο πράγμα. Χωρίς παρέα έχει πιο πολύ φαΐ αλλά περισσότερους κινδύνους είτε από άλλους σκύλους είτε από αδίστακτους ανθρώπους που αρέσκονται στο να βασανίζουν αδέσποτα σκυλιά. Υπάρχουν και οι καλοί, εκείνοι που σε φωνάζουν κοντά τους και σου μιλάνε γλυκά, αλλά ο αδέσποτος δεν έχει ανάγκη από γλυκόλογα και χάδια. Κάποιες ελάχιστες φορές κάποιος αποκτάει σπίτι αλλά να ξέρεις ότι λίγοι είναι αυτοί που το επιθυμούν πραγματικά αυτό. Αυτά και άλλα πολλά εξιστόρησε εκείνη την ημέρα ο Κοξ στη Λούσυ με τον Ντέιβ να ακολουθεί σιωπηλός. Η Λούσυ άκουγε μιλώντας λίγο ώσπου ο Κοξ ρώτησε για εκείνη, πώς βρέθηκε ξέμπαρκη στους δρόμους μία σκύλα με τόσο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στο τρίχωμά της. Η Λούσυ είπε σύντομα την ιστορία της ενώ οι άλλοι δύο της παρέας άκουγαν σιωπηλοί. Ο Κοξ αναφώνησε: «Άσπλαχνα αφεντικά, ποιος θέλει να ξαναγυρίσει πίσω σε αυτά…»
Με αυτά και αυτά η ώρα είχε περάσει και κόντευε να νυχτώσει. Μερικά κόκαλα, κάτι ξερόψωμα και λίγα μπισκότα πεταμένα μάλλον κατά λάθος από κάποιον μικρό παιδί ήταν η σημερινή τους λεία. Υπάρχουν και χειρότερες μέρες. Η Λούσυ που δεν ήθελε να στερήσει το φαγητό από την παρέα της είπε: «ξέρω ότι σας στερώ το φαγητό και δεν το θέλω. Αν μου πείτε ότι δεν μπορώ να κάτσω μαζί σας θα το δεχτώ, μου αρκεί και μόνο ότι είστε φίλοι μου.» Είχαν πλησιάσει στο χωράφι της χθεσινής νύχτας στο νυχτερινό τους κατάλυμα. Ο Κοξ είπε «εδώ αποφασίζει η ανάγκη της επιβίωσης, αυτή σου δείχνει το δρόμο. Η φιλία, η παρέα, έρχεται δεύτερη" και η Λούσυ κοίταξε το Ντέιβ λίγο παραπάνω από ότι είχε κάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας. «Επιβιώνει και αυτός, τι νομίζεις, ότι παίζουμε κυνηγητό και ποιος θα πιάσει την μπάλα;» Η λούση κοίταξε τώρα το μεγαλόσωμο σκύλο απορροφημένη στις σκέψεις της. Ένιωθε ότι αυτός ο σκύλος ήξερε πολλά. Κάτι της έλεγε ότι πρέπει να υπήρξε και αυτός όπως εκείνη ευτυχισμένος κάποτε αλλά κάποια απογοήτευση τον άλλαξε. Τα τελευταία του λόγια της φάνηκαν σκληρά, σχεδόν κυνικά.
Είχαν φτάσει στο χωράφι. Πριν κατευθυνθούν καθένας στη θέση του εμφανίστηκε απροσδόκητα για τη Λούσυ η σκύλα που πρώτοσυνάντησε στο ίδιο σημείο χθες. «Μπα μπά μη μου πεις, πάλι εσύ εδώ; Πώς και έτσι;» Η Λούσυ δε μίλησε ενώ η άλλη στράφηκε προς τον Κοξ και τον Ντέιβ με έντονα θεατρικό και ειρωνικό ύφος. «Ωστε βρήκατε νέα φίλη πουλάκια μου ε; Kαι αφήνετε τη Νήσω μόνη να σας περιμένει μέσα στις ερημιές…» «Πήγαινε στη θέση σου εσύ και μίλα λιγότερο, δε νομίζω να στερήθηκες τίποτα σήμερα, κάνε μας τη χάρη λοιπόν.» παρενέβη ο Κοξ. «Α, ώστε έτσι, καλά καλά, έχει να πέσει πείνα!» αναφώνησε εκείνη και έφυγε για τη γωνία της. Η Λούσυ δε συμπαθούσε καθόλου αυτή την σκύλα. «Πώς να βρέθηκε άραγε στην παρέα του Κοξ;» αναρωτήθηκε αλλά σε λίγη ώρα και με τα λόγια του Κοξ να επιστρέφουν στο μυαλό της την πήρε ο ύπνος.
Το επόμενο πρωί όταν η Λούσυ ξύπνησε, είδε τους δύο συντρόφους της να την περιμένουν ξύπνιοι. «Άντε, ξέρεις πόση ώρα σε περιμένουμε να ξυπνήσεις» Η Λούσυ αλήθεια είχε παρακοιμηθεί αλλά δεν περίμενε ότι ο Κοξ και ο Ντέιβ θα την περίμεναν. «Έλα πάμε, σήμερα θα κινηθούμε σε άλλη γειτονιά. Ίσως βρούμε κάτι καλύτερο να φάμε εκεί.» Η Λούσυ σήκωσε την ουρά και τα αυτιά της χαρούμενη που οι φίλοι της την καλούσαν κοντά τους. Η Νήσω η ενοχλητική σκύλα έλειπε πάλι και η λούση ήταν έτοιμη να ρωτήσει ποια ήταν η ιστορία της. Να σου όμως που όπως περπατάγανε πέσανε σε μία παρέα που ήταν και εκείνη μέσα. Η παρέα ήταν πολύ απασχολημένη με κάτι λιχουδιάρικα κόκαλα και όχι μόνο. Κάποιος είχε πετάξει στο δρόμο ένα ολόκληρο ψητό κοτόπουλο! Τι τύχη και αυτή! Οι τρεις φίλοι πέρασαν χωρίς να τους δώσουν καμία σημασία οι καλοφαγάδες και για λίγο η Νήσω σήκωσε το πονηρό της βλέμμα και τους χαμογέλασε χαιρέκακα σαν να τους λέει «σας λυπάμαι…». Ο Κοξ και οι υπόλοιποι συνέχισαν την πορεία τους χωρίς να σταματήσουν παρά το ότι η μυρωδιά τους συντάραξε τη μύτη. Είχε πάψει εδώ και καιρό να πιάνει καυγάδες για το φαγητό, στο τέλος της μέρας μπορεί να φας ένα κόκκαλο παραπάνω αλλά να περπατάς και με ένα κόκκαλο λιγότερο.
Τότε η Λούσυ χωρίς να διστάσει ρώτησε: «Πώς και είναι τόσο κακία αυτή η σκύλα;» Ο Κοξ ανασήκωσε τη μουσούδα και την κούνησε σαν να επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό. Μόνο που στην εξήγηση του υπήρχε και κάτι παραπάνω. Η Νήσω ζούσε σε ένα αριστοκρατικό αγρόκτημα πολλών στρεμμάτων μαζί με την αφεντικίνα της, μία πλούσια χήρα. Όταν η τελευταία πέθανε, έμεινε εντελώς μόνη. Βλέπετε, η πλούσια αφεντικίνα δεν είχε καμία συμπάθεια σε ολόκληρη την περιοχή και δεν φρόντισε να βρει έγκαιρα κάποιον αντικαταστάτη για να κρατήσει τη Νήσω. Έτσι εκείνη αναγκάστηκε να βγει στους δρόμους. Παρά την αλλαγή των συνηθειών της όμως, η ίδια φάνηκε ιδιαίτερα επιδέξια στο να βρίσκει μπόλικο φαγητό και πανούργα στο να χρησιμοποιεί άλλους σκύλους προς όφελος της. Έμοιασε θα έλεγε κανείς στην αφεντικίνα της. «Εσύ πόσο καιρό την ξέρεις;» ρώτησε η Λούσυ τον Κοξ μη μπορώντας να καταλάβει πως την δεχόταν στο ίδιο χωράφι. «Ναι η Νήσω είναι πονηρή και τυχερή, φαίνεται από μακριά εξάλλου. Αλλά τη φορά που την πρωτοσυνάντησα δεν φαινόταν και τόσο τυχερή. Δύο σκύλοι την είχαν βάλει κάτω έτοιμοι να την κατασπαράξουν επειδή τους είχε κλέψει το φαγητό. Μπήκα στη μέση και έδωσα άγρια μάχη για να τους ξετυλίξω από πάνω της. Έτσι γνωριστήκαμε. Τη γλύτωσα από μεγάλο κακό και εκείνη από ευγνωμοσύνη φέρνει καμιά φορά κανένα περίσσευμα. Έτσι της επιτρέψαμε να μένει στο χωράφι αλλά σύντομα συνειδητοποίησα ότι ο χαρακτήρας της δεν αλλάζει. Το είδες και εσύ. Για αυτό αποφάσισα να είμαστε από μακριά και αγαπημένοι. Μη φοβάσαι πάντως, όσο είμαστε μαζί δεν θα σου κάνει κακό. Το στόμα της λέει πολλά αλλά σε μένα δεν έχει δύναμη. Έτσι λοιπόν κατάλαβε η Λούσυ με ποια είχε να κάνει κάθε βράδυ στο χωράφι και ησύχασε λιγάκι.
Ήταν περασμένο μεσημέρι, ο ήλιος έγερνε προς τη δύση αλλά ακόμα κρατούσε γερά. Οι τρεις φίλοι περπάτησαν πολύ αλλά αποζημιώθηκαν με μπόλικες σούπες που βρήκαν χυμένες έξω από ένα σπίτι από το οποίο ακούστηκαν μωρά και παιδικές φωνές. Μάλλον κάποιοι δεν πεινάνε ή είναι ιδιαίτερα ιδιότροποι! Καλό για τους φίλους μας που τώρα κάθονται χορτάτοι και ξεκουράζονται σε ένα πρασινότοπο δίπλα από το δρόμο. Ευχαριστημένοι όπως ήταν σχεδόν έκλειναν τα μάτια τους και θα ήταν καλή ώρα να πάρουν έναν υπνάκο πριν συνεχίσουν την περιπλάνησή τους.
Αυτή τους τη διάθεση αναστάτωσε ένα αγροτικό που φρέναρε απότομα μπροστά τους. Αν άκουγαν από μακριά θα καταλάβαιναν τα λόγια του οδηγού «Α παλιοσκυλίτσα, ώστε εδώ αλητεύεις παρδαλούλα! Και έχεις βρει και φίλους γυριστρούλα, ε;» μονολογούσε αυτός την ώρα που άνοιγε την πόρτα και έβγαινε έξω. Η Λούσυ τότε έβγαλε μία κραυγή και κατέβασε τα αυτιά και την ουρά της κάνοντας σιγανά πίσω ενώ ο άντρας πλησίαζε προς το μέρος της. Ο Κοξ και ο Ντέιβ καλοάνοιξαν τα μάτια τους και ανασηκώθηκαν υποψιασμένοι. Ο άντρας τους κοίταξε και εκείνοι βρυχήθηκαν από μέσα τους «γκρρρρ». Έπειτα κοίταξε προς τη Λούσυ « Έλα κοριτσάκι μου, έλα εδώ εγώ είμαι το αφεντικός σου, γιατί μου έφυγες, μου λείπεις. Έκανα κάτι αφού όλα τα είχες, τι κάνεις τώρα μόνη στους δρόμους; Έλα μη με αποφεύγεις.» H Λούσυ κόμπιασε. Στα γλυκόλογα του παλιού αφεντικού της σταμάτησε μέχρι που εκείνος την έπιασε. Ο Κοξ και ο Ντέιβ παρακολουθούσαν σε εγρήγορση. Τότε ο άντρας βγάζει ένα λουρί από το μπουφάν του και το περνάει στο κολάρο που είχε μείνει στο λαιμό της σκυλίτσας. Ο Κοξ τότε αγρίεψε, κάτι δεν του άρεσε στις κινήσεις αυτού του άντρα και του γαύγισε δείχνοντας τα δόντια του. Ο άντρας τότε σήκωσε ένα χοντρο ξύλο από το έδαφος και έκανε να επιτεθεί στον Κοξ, αλλά την ώρα που ήταν να τον χτυπήσει ο Ντέιβ από πίσω τον αρπάζει από τον αστράγαλο και του δίνει μία γερή δαγκωνιά. Το ξύλο τότε πέφτει από τα χέρια του και αφήνει και το λουρί. Οι τρεις σκύλοι με τη Λούσυ να κουβαλάει και το λουρί, το βάζουν στα πόδια ενώ αυτός κουτσαίνοντας φωνάζει λυσσασμένος: «Παλιοσκύλα αν πέσεις στα χέρια μου θα σε βασανίζω όλη μέρα. Όσο για τους φίλους σου θα τους σουβλίσω έξω στο δρόμο να το βλέπουν όλοι οι υπόλοιποι!» αυτά είπε και σταμάτησε γιατί ο πόνος δεν τον βαστούσε.
Οι περιπλανώμενοι σκύλοι ήταν ασφαλείς. Η Λούσυ ήταν φανερά αναστατωμένη αλλά και αμίλητη. Την έτρωγε μέσα της που έκανε πίσω και υπέκυψε στα γλυκόλογα του παλιού αφεντικό της. Σα να κλονίστηκε η αποφασιστικότητα που έδειξε στην αρχή, όταν έφυγε από το σπίτι του. «Έτσι είναι, σου προσφέρουν καρότο στην αρχή και μετά έχει μαστίγιο, αμ δε, σας καταλάβαμε εδώ και καιρό!» Η Λούσυ ξανακοίταξε τον Κοξ στα μάτια σαν να κοιτάζει όμως έναν άλλο Κοξ, έναν βαθιά πληγωμένο σκυλάκο που της ήταν όμως άγνωστός. Σε λίγη ώρα όλοι βρίσκονταν στη θέση του ύπνου. Η Νύσω εκείνο το βράδυ δεν ήρθε, γύρευε που σιργάνευε…
Έτσι κυλούσαν οι μέρες και οι νύχτες των τριών φίλων που είχαν γίνει αχώριστοι. Μέρες πεινασμένες και στερημένες οι περισσότερες, που έκαναν τη Λούσυ να νιώθει κούραση. Αλλά και μέρες χορτάτες με ξέγνοιαστο ύπνο ακόμα και παιχνίδι. Σε αυτό ο Κοξ ήταν πάντα συγκρατημένος προς απογοήτευση της Λούσυ. Είχε όμως για απρόσμενο συμπαίκτη τον Ντέιβ που αν και αμίλητος έδινε την ψυχή του για να παίζει μαζί της.
Μία μέρα όπως περπατούσαν σε μία κατοικημένη περιοχή, πίσω από μία μάντρα είδαν ένα σκύλο να τους κουνάει ευδιάθετος την ουρά σα να τους καλεί να τον πλησιάσουν. Η Λούσυ πήγε κοντά και μυρίστηκε με το σκύλο. Και οι δύο σήκωσαν τις ουρές τους και τις κούνησαν χαρούμενοι για τη γνωριμία. Από πίσω, σε έναν αχανή κήπο άκουσαν δύο κοριτσάκια να φωνάζουν τραγουδιστά προς το μέρος τους. Όταν οι παιδικές φωνές πλησίασαν τις άκουσαν να λένε: «Ω, τι ωραία πολύχρωμη σκυλίτσα ε Ρίκο; Και παιχνιδιάρα! Θες να μπει να παίξετε;» Ο Ρίκο κούνησε με ανυπομονησία την ουρά και άρχισε να τρέχει αδιάκοπα κατά μήκος της μάντρας. Τα δύο κοριτσάκια άνοιξαν το πορτόνι και κάλεσαν μέσα την πολύχρωμη Λούσυ. Εκείνη χωρίς να το πολυσκεφτεί μπήκε μέσα και ευθύς αμέσως το έριξε στο τρέξιμο και τα παιχνίδια με το Ρίκο. Τα κορίτσια αναφώνησαν: «Ζήτω Ζήτω Ρίκο Ρίκο». Η Λούσυ τότε σταμάτησε και κοίταξε τους δύο της φίλους που βρίσκονταν στην απέναντι μεριά του δρόμου σαν να τους λέει: «περιμένετε με σας παρακαλώ, βλέπετε πόσο ωραία παίζω. Ελάτε και εσείς, γιατί δεν έρχεστε;» Ο Κοξ και ο Ντέιβ όμως δεν πλησίασαν τη μάντρα και το πορτόνι στο μεταξύ είχε κλείσει. Συνέχισαν να κοιτάζουν ακίνητοι τη Λούσυ που έπαιζε με το νέο της φίλο. Μέσα από τη μάντρα τα παιχνίδια και οι τρεχάλες έδιναν και έπαιρναν ενώ δεν άργησαν να φανούν και οι πρώτες σκανδαλιές (έτσι φώναζαν τα κοριτσάκια τις λιχουδιές και η Λούσυ το βρήκε απλά υπέροχο). Ο Κοξ γύρισε προς το Ντέιβ «Ντέιβ φαίνεται πως η Λούσυ βρήκε εκείνο που έψαχνε και για το οποίο είναι προορισμένη. Εμείς πρέπει να συνεχίσουμε.» Ο Ντέιβ έβγαλε μερικούς λυγμούς που δεν ήξερες αν ήταν χαράς που η Λούσυ βρήκε σπιτικό ή στεναχώριας που θα έχανε την καλύτερή του φίλη. Ίσως και λίγο ζήλιας… «Πάμε», συνέχισε ο ο Κοξ, «αν θέλει η Λούσυ ξέρει που θα μας βρει» και έκαναν να ξεκινήσουν. Η Λούσυ που δεν πίστευε εκείνο που ζούσε, ίσα που πρόλαβε τους δύο συνοδοιπόρους της πριν εξαφανιστούν. «Κοξ, Ντέιβ, φίλοι μου, που πάτε, φεύγετε; Θα έρθω να σας βρω αργότερα, το υπόσχομαι.
Το απόγευμα πέρασε με του κόσμου τα παιχνίδια και τα χαϊδολογήματα μέσα στο μεγάλο κήπο με τα παιδιά. Έφτασε το βράδυ και τότε η Λούσυ σκέφτηκε τους φίλους της. Να πήγαινε τώρα να τους βρει; Ήταν αργά και το χωράφι ήταν αρκετή ώρα δρόμο από το σπίτι του Ρίκο. Εξάλλου τα δύο κοριτσάκια, που τα έλεγαν Βασιλική και Ευγενία, είχαν ήδη στρώσει δύο μαξιλάρια στο μπαλκονάκι του σπιτιού, ένα για το Ρίκο και ένα για εκείνη. Θα ξεκουραζόταν εκεί και την επομένη θα πήγαινε να βρει τους δύο της φίλους.
Αλλά και αύριο η αυλή, τα παιχνίδια και το φαγητό ήταν ακόμα πιο απολαυστικά. Ήταν αργία για τους ανθρώπους και είχαν μαζευτεί παρέα μεγάλη με πολλά παιδιά. Οι μυρωδιές από το ψητό κρέας στα κάρβουνα έρχονταν στα ρουθούνια της Λούσυ, κάνοντας τη να ξεχάσει ξανά τους φίλους της. Έτσι πέρασε και εκείνη η μέρα και η σκυλίτσα μας ήταν πανευτυχής. Κάθε τόσο περνούσε από τις σκέψεις της η ζωή στους δρόμους, ζωή που τη ζούσε μέχρι δύο μέρες πριν αλλά της φαινόταν σαν να ήταν πολύ παλιά. Τι θα έκανε τώρα, θα ξαναγυρνούσε στο δρόμο ή θα παρέμενε σε αυτό το τόσο φιλόξενο σπιτικό; Tι να σκέφτονται άραγε οι φίλοι της, να είναι θυμωμένοι άραγε μαζί της; Έπρεπε να πάει να τους βρει.
Πράγματι το επόμενο πρωί που επικρατούσε ησυχία και όλοι έλειπαν από το σπίτι η Λούσυ ξεγλίστρησε αριστοτεχνικά από τη μάντρα χωρίς να την πάρει κανείς χαμπάρι και το έβαλε για το χωράφι. Στο δρόμο όμως θυμήθηκε ότι τέτοια ώρα πρωινή δε θα ήταν κανείς εκεί. Άσε που δεν είχε καθόλου όρεξη να συναντήσει τη Νύσω ξανά. Γυροβόλησε λοιπόν στους δρόμους άσκοπα αλλά χωρίς τον Κοξ και τον Ντέιβ της φάνηκαν όλα τόσο αδιάφορα και πληκτικά. Οι άλλοι αδέσποτοι σκύλοι της φάνηκαν αξιολύπητοι και στεναχωρήθηκε με αυτό. Έβλεπε ήδη τον εαυτό της από απόσταση, τον παλιό άστεγο, πεινασμένο και εκτεθειμένο σε κάθε είδους κίνδυνο εαυτό της. Τότε ήταν που μέσα της αποφάσισε ότι δεν θα ξαναγυρνούσε σε αυτόν. Μαζί με αυτό το συναίσθημα όμως ένιωσε και έναν πόνο για τους φίλους της. Θα τους ξανάβλεπε, θα έπαιζαν ξανά μαζί, θα έρχονται να την επισκέπτονται άραγε; Σκεπτόμενη αυτά εντάθηκε η επιθυμία της να τους δει, δεν έπρεπε να περιμένει άλλο. Τι θα τους έλεγε ακριβώς δεν ήξερε αλλά ήξερε ότι επειγόντως ήθελε να τους δει. Κατευθύνθηκε λοιπόν προς το χωράφι και ας ήταν ακόμα νωρίς, ο ήλιος δεν είχε γύρει ακόμα.
Προς μεγάλη της έκπληξη οι δύο της φίλοι βρίσκονταν εκεί, λες και την περίμεναν. Πριν την πάρουν χαμπάρι τους είδε να κάθονται αμίλητοι και ανέκφραστοι, καθισμένοι σε έναν ίσκιο. Για λίγο σκέφτηκε: «Με περίμεναν!» αλλά αμέσως μετά «είναι στεναχωρημένοι άραγε;» Όταν εμφανίστηκε μπροστά τους ο Κοξ και ο Ντέιβ στην αρχή απόρησαν και δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι τελικά η Λούσυ ήρθε να τους βρει. Σηκώθηκαν και την καλωσόρισαν κάπως μουδιασμένα αν και η χαρά στις μουσούδες τους από την έκπληξη που τους έκανε ήταν εμφανής. Βλέπετε, όπως η Λούσυ μέσα σε λίγες μέρες είχε νιώσει ότι η ζωή στους δρόμους ήταν κάτι που είχε γίνει παλιά, έτσι και οι δύο σκύλοι ένιωθαν ότι πάει καιρός από τότε που είχαν τη Λούσυ μαζί τους. Ο Κοξ κοιτάχθηκε με τη Λούσυ χωρίς να μιλάμε. Τα μάτια τους είπαν πολλά, είπαν τόσα όσα χρειάζονταν για να συνεννοηθούν. Είπαν πως από τις πρώτες στιγμές που αυτή πέρασε από εκείνη τη μάντρα ήξεραν και οι δύο ότι τίποτα δεν θα έμενε όπως πριν. Είπαν πως η ζωή έτσι τα φέρνει και ο δρόμος της παρέας κάποια στιγμή χωρίζει. Επειδή όμως τα μάτια δεν τα λένε όλα η Λούσυ πλησίασε τον Κοξ και έτριψε με τρυφερότητα τη μουσούδα της πάνω του για πρώτη φορά σαν να του έλεγε: «Σε ευχαριστώ για όλα όσα μου πρόσφερες φίλε μου, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!» Ο Κοξ που τις τελευταίες μέρες ήταν ανόρεκτος και κατσούφης, ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά που παρόμοιο του δεν είχε νιώσει ποτέ. Είχε καιρό να νιώσει κάτι άλλο πέρα από φόβο, θυμό και πείνα (εκτός των ευχάριστων διαλειμμάτων που του πρόσφερε η παρέα με τον Ντέιβ και τη Λούσι) στα οποία αντιδρούσε με σκληρότητα και υπερηφάνεια. Τώρα για λίγο ένιωσε περίεργα έτσι άκαμπτος που στεκόταν αλλά χωρίς και ο ίδιος να το καταλάβει χαμήλωσε και αυτός τη μουσούδα του και τρίφτηκε στην πολύχρωμη γούνα της Λούσυ σαν να της έλεγε: «Μαζί σου πέρασα τις πιο ωραίες μέρες της ζωής μου τους δρόμους. Σε ευχαριστώ για την παρέα σου!» Εκείνη τη στιγμή πλησίασε δειλά ο Ντέιβ που ήθελε και αυτός να μοιραστεί κάποια από τα συναισθήματα της στιγμής. Η Λούσυ γύρισε προς το μέρος του και έπεσε παιχνιδιάρικα πάνω του κουτρουβαλώντας, όπως έκαναν τις καλές μέρες. «Ένα τελευταίο παιχνίδι Ντέιβ!» «Λούσυ γιατί φεύγεις…» οι φευγαλέες σκέψεις των φίλων κάτω από το γλυκό ηλιοβασίλεμα της μέρας.
Η Λούσυ μίλησε: «Να έρχεστε να με βλέπετε, θα σας φιλάω σκανδαλιές!» Ο Κοξ και ο Ντέιβ χαμογέλασαν απαντώντας! «θα ερχόμαστε, θα ερχόμαστε, ετοίμασε κρυψώνα!» Και η σκυλίτσα ευχαριστημένη που συνάντησε τους φίλους της ξαναγύρισε πίσω στο νέο της σπιτικό.
Έτσι τελειώνει λοιπόν η ιστορία αυτής της πολύχρωμης Λούσυ, της υπέροχης και αξιολάτρευτης αυτής σκυλίτσας. Που στον δρόμο της συνάντησε τον υπερήφανο και ακέραιο Κοξ και τον πιστό και παιχνιδιάρη Ντέιβ. ‘Ώσπου βρήκε το σπιτικό των ονείρων της με το Ρίκο, την Ευγένεια, τη Βασιλική και τους φίλους τους. Θα αναρωτιέστε αν οι τρεις φίλοι ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Αν ο Κοξ και ο Ντέιβ πήγαν να επισκεφτούν τη Λούσυ κάποια πεινασμένη μέρα η αν εκείνη τους αποθυμούσε και τους επισκεπτόταν που και που…
Δε θα σας πούμε όμως τη συνέχεια γιατί δεν έχει και τόση σημασία. Ας πλάσει καθένας στη φαντασία του όποια συνέχεια θέλει. Σημασία έχει να ευχαριστηθήκατε το ταξίδι έως εδώ και να θυμάστε ότι η φιλία είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή όχι μόνο ενός σκύλου (εδώ ο Κοξ έσφαλε) αλλά και ενός ανθρώπου. Είναι αυτό που μπορεί να σου βρει φαγητό όταν πεινάς, να σου δείξει τον δρόμο όταν χαθείς, να σου γνωρίσει νέους φίλους ακόμα πιο αγαπημένους, να σε κάνει να νιώσεις όμορφα συναισθήματα. Κάνετε φίλους ακόμα και αν χρειαστεί να φύγετε από το σπιτικό σας και να βρεθείτε σε αγνώστους δρόμους. Αυτοί μπορεί να σας οδηγήσουν σε νέο σπίτι πιο πλούσιο και νέους δρόμους πιο απολαυστικούς.