Aντιγράφω απο τη σημερινή Ελευθεροτυπία.
Ανδρεναλίνη: Κουλτούρα και... βιομηχανία
Του ΚΩΣΤΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Μια ολόκληρη κουλτούρα αδρεναλίνης έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα τα τελευταία, τουλάχιστον, δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Μια κουλτούρα που καλλιεργείται ολοένα και περισσότερο όσο οι ζωές, κυρίως των νέων ανθρώπων, στριμώχνονται μέσα στα μπουκάλια της παραγωγικότητας, της μονοτονίας, της σωματικής απραξίας. Και να που δίνεται η ευκαιρία, ένα Σαββατοκύριακο, ένα τριήμερο αργίας, να βγάλεις το φελλό από το μπουκάλι και να ξεχυθείς σε ό,τι στερήθηκες, σε ό,τι δεν έχεις ζήσει, σε ό,τι λαχταράς: τη φύση. Την ομορφιά ενός ποταμιού, την αψάδα ενός καταρράκτη, το δέος ενός πανύψηλου βουνού, το νεφοσκεπή βράχο, τον απάτητο δρόμο.Μοιάζει με την επιθυμία όχι απλώς να ζήσεις, αλλά να ζήσεις και όσα δεν έχεις προλάβει. Να νικήσεις την πινακοθήκη της ομοιότητας που κατακλύζει τον εγκέφαλό σου, να την πλουτίσεις -και με το έτσι θέλω κάποιες φορές- με νέες άπιαστες εικόνες. Ισως και να κρύβεται κάτι πρωτόγονο σ' αυτήν την επιθυμία της κατάκτησης, πίσω από τον καθρέφτη της απλής διασκέδασης. Ο άνθρωπος που νικά τι; Τον ίδιο του τον εαυτό... Να έχεις την μπερδεμένη -μεταξύ ματαιοδοξίας και απόλαυσης- αίσθηση, συμπυκνωμένη στη φράση «το έκανα κι αυτό».Είτε με τα πόδια είτε με ποδήλατο είτε με την εκτός δρόμου οδήγηση είτε ζωσμένος με σχοινιά είτε με οτιδήποτε άλλο, η αίσθηση της αναμέτρησης είναι αυτή που κερδίζει και όχι κατ' ανάγκην αυτός που τη νιώθει. Είναι σαν το καβαφικό το ταξίδι είναι αυτό που αξίζει και όχι ο προορισμός. Ομως, υπάρχει ένας κανόνας σ' αυτές τις δραστηριότητες. Προσπαθείς να κερδίσεις τη φύση ή πας με τα νερά της και, όπως με μια δύστροπη γυναίκα, απολαμβάνεις μόνο ό,τι σ' αφήνει η ίδια ν' απολαύσεις, χωρίς να διεκδικείς αυτά που σου αρνείται; Είναι αυτονόητο πως ως τέτοια την αντιμετωπίζεις και φοράς τα ρούχα του συνοδοιπόρου και όχι του κατακτητή.Θα μπορούσε, όμως, να λείψει και η βιομηχανία της αδρεναλίνης από αυτήν την ιστορία; Μια life style αδρεναλίνη, περικυκλωμένη από εικόνες με παρέες σφριγηλών κοριτσιών και αγοριών που κατεβαίνουν άγρια ποτάμια, με την ίδια ευκολία που απολαμβάνουν ένα μπάρμπεκιου δίπλα στην όχθη ή τον αχνιστό καφέ στην αναμμένη φωτιά. Μια περιπέτεια τόσο ενταγμένη στην καθημερινότητα που μοιάζει το ίδιο εύκολη, χωρίς κινδύνους, χωρίς την ανάγκη ειδικής προετοιμασίας. Ολα τόσο εύκολα φαίνονται στον κατακλυσμό των εικόνων. Μα απ' όλα πιο εύκολη είναι η τιμωρία που επιβάλλει η φύση. Είναι η μόνη που δεν μπορεί να κάνει πίσω...
Tuesday, May 29, 2007
Tuesday, May 8, 2007
Οδύνη
Πόσες φορές έχει συμβεί στο παρελθόν, πολλές. Να ξυπνάω και να νιώθω σαν κάτι να μου λείπει. Δουλειά μου λείπει, λέω μέσα μου. Πάλι και πάλι. Ωραία, ας εντοπίσω ένα δίλημμα, ας βάλω τα συναισθήματα σε τάξη, αν και αυτή είναι μια πράξη της λογικής και όχι της φύσης μου. Είτε μένω εδώ, σ’αυτή την πόλη και κάνω κάτι που δεν ονειρεύομαι ,όπως π.χ. διοικητικός υπάλληλος στον δικηγορικό σύλλογο, (δεν τα βάζω πια με κεφαλαία γιατί σιχάθηκα να μεγαλοποιώ τύπους και να φτιάχνω την ψευδαίσθηση ότι είναι πράγματι σπουδαίο εκείνο που αντιπροσωπεύουν), είτε φεύγω μακριά και αναζητώ το όνειρό μου, εκείνο που δε ξέρω ποιο είναι και με συμφέρει να μη ξέρω για να μην περιοριστώ σε σκέψεις και άγχος του πως θα το πετύχω.
Όταν είμαι αγχωμένος τότε δρω στον πανικό και συνήθως φτάνω σε αδιέξοδο. Όταν είμαι ήρεμος, σκέφτομαι και ζυγίζω και εκλογικεύω τις καταστάσεις που με έφεραν ως εδώ, απλά για να καθησυχάσω το ποτάμι της ανασφάλειας που συσσωρεύει πολύ νερό και σκουπίδια.
Σκέφτομαι μόνο τον εαυτό μου και δε μου κάνει καλό, το ξέρω. Μα αυτό κάνουν όλοι χωρίς να έχουν ενοχές. Αν ωστόσο, ασχοληθώ και με τους άλλους και το κάνω με τη λογική ότι έτσι οφείλω, τότε ξεχνώ τις δικές μου ανάγκες. Και ποιες είναι αυτές? Η ηρεμία, η γαλήνη, η εργασία, η κοινωνικοποίηση. Μα η ηρεμία δε σας κάνει να βαριέστε? Η εργασία δε σας εξαντλεί σωματικά και ψυχολογικά? Οι κοινωνικές σχέσεις δε σας μπερδεύουν? Υποθέτω πως ναι και συμφωνώ στο ότι κείνο που χρειάζεται είναι η ισορροπία. Τότε αυτή η τελευταία γίνεται κάτι σαν αυτοσκοπός και το άγχος μεταδίδεται στο πως θα την έχουμε. Και αποφασίζουμε ότι δε τη θέλουμε γιατί τόσοι νόμοι και κανόνες στη ζωή μας φταίνε γι αυτό το άγχος. Χωρίς βεβαιότητες όμως, αυτές που οι νόμοι παρέχουν, η ζωή είναι οδυνηρή. Αν με ρωτήσετε ποιο είναι το νόημα του να βιώνεις τη ζωή εκτός από χαρά, θυμό, θλίψη και φόβο (τα 4 συναισθήματα που η ψυχολογία ξεχωρίζει), τότε θα σας απαντούσα η οδύνη. Μα τι είναι αυτό, θα ρωτήσετε πολλοί? Τι σημαίνει?
Είμαι θυμωμένος μαζί σας γιατί περιμένετε να σας δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση, να σας παράσχω άλλον ένα νόμο του είδους «Οδύνη σημαίνει τούτο, κείνο κλπ.». Μου ζητάτε δηλαδή να κάνω αυτό που απαρνήθηκα προηγουμένως. Και είσαστε αθώοι γιατί το κάνετε από άγνοια, περιέργεια ή άμυνα. Εγώ όμως νιώθω αφόρητα ένοχος γιατί σας κατηγορώ ότι το κάνετε από κακία, για να με κάνετε να αντικρούσω τα ίδια μου τα λόγια, ενώ γνωρίζω πως δε το κάνετε γι’αυτό το λόγο. Έχω συνείδηση της απάτης που διαπράττω μα απολογούμαι στον εαυτό μου που είναι ο πιο αυστηρός κριτής. Εσείς πιθανόν να απολογείστε σε ένα δικαστήριο και να νιώθετε τιμή και εξιλέωση μετά την καταδίκη σας, να νιώθετε ότι πληρώσατε για ότι κακό διαπράξατε, για τους κανόνες που παραβιάσατε.
Η οδύνη προέρχεται από την εμπειρία του να έχεις ανάγκη να πιστέψεις κάπου, ξέροντας ότι αργά ή γρήγορα η πίστη σου θα κλονιστεί. Αν δεχτείς τη μετάνοια απέναντι σε μια εξουσία, το Θεό και την εκκλησία του π.χ., τότε σώνεσαι. Μα αν δεχτείς ότι αυτό συμβαίνει γιατί είναι στη φύση σου τότε ανησυχείς διότι το μυαλό αρχίζει να δουλεύει για να φτιάξει καινούργιους νόμους και κανόνες που να εξηγούν αυτή τη σχέση σου με τη φύση. Και εγώ εν προκειμένου, σιχαίνομαι τους κανόνες.
Αυτό θα δικαιολογούσε ότι οι κανόνες είναι υπαρκτοί και οφείλουμε να ζούμε, να συμφωνούμε και να διαφωνούμε με αυτούς. Εγώ όμως θα έλεγα ότι οι κανόνες είναι απαραίτητοι, με την έννοια ότι δε γίνεται να τους αποφύγουμε, αλλά ποτέ δεδομένοι. Πως όμως να είσαι ένας διοικητικός υπάλληλος χωρίς γραφειοκρατικούς κανόνες?
Ο φίλος μου που σιχαίνεται, και όχι απλά αδιαφορεί, να του κάνεις δώρο ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, είναι αυτός ακριβώς που ο ήρωας του «Υπογείου» θα παραδεχόταν. Όχι το ανάποδο, το συνηθισμένο που λέμε: «Ο Τάδε ή ο δείνα σπουδαίος θα σου αρέσει πολύ». Αυτός ο φίλος μου δεν αξίζει καθόλου θαυμασμό γιατί δε τον θέλει. Και αν τον παραδέχομαι, δε σημαίνει ότι τον αποδέχομαι. Άλλη οδύνη και αυτή….
Όταν είμαι αγχωμένος τότε δρω στον πανικό και συνήθως φτάνω σε αδιέξοδο. Όταν είμαι ήρεμος, σκέφτομαι και ζυγίζω και εκλογικεύω τις καταστάσεις που με έφεραν ως εδώ, απλά για να καθησυχάσω το ποτάμι της ανασφάλειας που συσσωρεύει πολύ νερό και σκουπίδια.
Σκέφτομαι μόνο τον εαυτό μου και δε μου κάνει καλό, το ξέρω. Μα αυτό κάνουν όλοι χωρίς να έχουν ενοχές. Αν ωστόσο, ασχοληθώ και με τους άλλους και το κάνω με τη λογική ότι έτσι οφείλω, τότε ξεχνώ τις δικές μου ανάγκες. Και ποιες είναι αυτές? Η ηρεμία, η γαλήνη, η εργασία, η κοινωνικοποίηση. Μα η ηρεμία δε σας κάνει να βαριέστε? Η εργασία δε σας εξαντλεί σωματικά και ψυχολογικά? Οι κοινωνικές σχέσεις δε σας μπερδεύουν? Υποθέτω πως ναι και συμφωνώ στο ότι κείνο που χρειάζεται είναι η ισορροπία. Τότε αυτή η τελευταία γίνεται κάτι σαν αυτοσκοπός και το άγχος μεταδίδεται στο πως θα την έχουμε. Και αποφασίζουμε ότι δε τη θέλουμε γιατί τόσοι νόμοι και κανόνες στη ζωή μας φταίνε γι αυτό το άγχος. Χωρίς βεβαιότητες όμως, αυτές που οι νόμοι παρέχουν, η ζωή είναι οδυνηρή. Αν με ρωτήσετε ποιο είναι το νόημα του να βιώνεις τη ζωή εκτός από χαρά, θυμό, θλίψη και φόβο (τα 4 συναισθήματα που η ψυχολογία ξεχωρίζει), τότε θα σας απαντούσα η οδύνη. Μα τι είναι αυτό, θα ρωτήσετε πολλοί? Τι σημαίνει?
Είμαι θυμωμένος μαζί σας γιατί περιμένετε να σας δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση, να σας παράσχω άλλον ένα νόμο του είδους «Οδύνη σημαίνει τούτο, κείνο κλπ.». Μου ζητάτε δηλαδή να κάνω αυτό που απαρνήθηκα προηγουμένως. Και είσαστε αθώοι γιατί το κάνετε από άγνοια, περιέργεια ή άμυνα. Εγώ όμως νιώθω αφόρητα ένοχος γιατί σας κατηγορώ ότι το κάνετε από κακία, για να με κάνετε να αντικρούσω τα ίδια μου τα λόγια, ενώ γνωρίζω πως δε το κάνετε γι’αυτό το λόγο. Έχω συνείδηση της απάτης που διαπράττω μα απολογούμαι στον εαυτό μου που είναι ο πιο αυστηρός κριτής. Εσείς πιθανόν να απολογείστε σε ένα δικαστήριο και να νιώθετε τιμή και εξιλέωση μετά την καταδίκη σας, να νιώθετε ότι πληρώσατε για ότι κακό διαπράξατε, για τους κανόνες που παραβιάσατε.
Η οδύνη προέρχεται από την εμπειρία του να έχεις ανάγκη να πιστέψεις κάπου, ξέροντας ότι αργά ή γρήγορα η πίστη σου θα κλονιστεί. Αν δεχτείς τη μετάνοια απέναντι σε μια εξουσία, το Θεό και την εκκλησία του π.χ., τότε σώνεσαι. Μα αν δεχτείς ότι αυτό συμβαίνει γιατί είναι στη φύση σου τότε ανησυχείς διότι το μυαλό αρχίζει να δουλεύει για να φτιάξει καινούργιους νόμους και κανόνες που να εξηγούν αυτή τη σχέση σου με τη φύση. Και εγώ εν προκειμένου, σιχαίνομαι τους κανόνες.
Αυτό θα δικαιολογούσε ότι οι κανόνες είναι υπαρκτοί και οφείλουμε να ζούμε, να συμφωνούμε και να διαφωνούμε με αυτούς. Εγώ όμως θα έλεγα ότι οι κανόνες είναι απαραίτητοι, με την έννοια ότι δε γίνεται να τους αποφύγουμε, αλλά ποτέ δεδομένοι. Πως όμως να είσαι ένας διοικητικός υπάλληλος χωρίς γραφειοκρατικούς κανόνες?
Ο φίλος μου που σιχαίνεται, και όχι απλά αδιαφορεί, να του κάνεις δώρο ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, είναι αυτός ακριβώς που ο ήρωας του «Υπογείου» θα παραδεχόταν. Όχι το ανάποδο, το συνηθισμένο που λέμε: «Ο Τάδε ή ο δείνα σπουδαίος θα σου αρέσει πολύ». Αυτός ο φίλος μου δεν αξίζει καθόλου θαυμασμό γιατί δε τον θέλει. Και αν τον παραδέχομαι, δε σημαίνει ότι τον αποδέχομαι. Άλλη οδύνη και αυτή….
Subscribe to:
Posts (Atom)