Friday, May 7, 2010

7 Μαΐου

Ξύπνησα πρωί σήμερα με τις σκέψεις των ομολόγων να στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου. Είναι η μέρα που δε πίνω καφέ στο σπίτι για να επωφεληθώ λίγο παραπάνω ύπνο μετά από τα τελευταία ιντερνετικά ξενύχτια, αφιερωμένα στην πληροφόρηση για το θέμα της εποχής. Πως θα τους πω σε ένα τρίωρο ότι έχει συμβεί, σκέφτομαι. Το πρώτο δίωρο κυλάει αρχικά ομαλά αλλά τελικά μέσα στο μπέρδεμα, δύσκολο πράγμα να καταλάβεις την κερδοσκοπία με θεωρητικούς όρους. Την Τρίτη ώρα αρπάζομαι και εγώ και τους εξηγώ πάνω στη θεωρία το τι συμβαίνει αυτή την στιγμή εδώ με τα ομόλογα. Καταλάβανε? Εδώ δεν έχω καταλάβει εγώ πλήρως, θα καταλαβαίνουν εκείνοι με το πρώτο μάθημα; Εξεπλάγην πάντως και εγώ με το κατόρθωμά μου να τους αναπαραστήσω την αλυσίδα των γεγονότων, έστω και με μπακάλικο τρόπο. Τέλος πάντων, η αδρεναλίνη με εγκατέλειψε γρήγορα για να έλθει το συναίσθημα της θολούρας και ημιαπελπισίας που με κατατρέχει τελευταία.

Πάμε για τις γραφειοκρατικές δουλειές της μέρας και σημειώνω ότι για πρώτη φορά σκέφτηκα να βάλω τα λεφτά μου στις κάλτσες προτού μπω στην τράπεζα γιατί οι ληστές σύντομα θα επιτίθενται και στους πελάτες και όχι μόνο στους ταμίες. Τι σκέψεις ρε παιδί μου, και ύστερα κατηγορώ τη θεία μου για τρομοπληξία. Και όχι, δεν έχω τηλεόραση καν. Απλά όταν τύχει κάτι σε κάποιον διπλανό μου, νιώθω να έρχεται πιο κοντά και σε μένα. Όπως ένα ατύχημα πχ. Τελικά βγήκα όχι μόνο ακέραιος από τη μπάνκα αλλά και πιο πλούσιος. Χάρηκα για λίγο αλλά τέτοια χαρά υπάρχει για να σου θυμίζει τους λόγους για τους οποίους αγχώνεσαι και στεναχωριέσαι. Που δεν έχεις βρει μόνιμη δουλειά ακόμα, που ενώ έχεις μια ευκαιρία για καριέρα δεν την ακολουθείς με ενάργεια, που ενώ σου πρότεινε η Χ. να μιλήσεις με τον τάδε εσύ αρνήθηκες, που δεν έχεις μακρινούς στόχους, που νιώθεις όπως νιώθεις, που αυτοκατηγορείσαι, που δεν λες ένα πανηγυρικό όχι στις κωλοεπιλογές σου, που επίσης λες ναι στις επιλογές σου, που είναι να μεγαλώσεις κάποτε αλλά το παρατείνεις, που βιάζεσαι να μεγαλώσεις ταυτόχρονα παραδόξως.

Κάθομαι για καφέ και παρακολουθώ τα παιδιά του ΤΕΙ να σνομπάρουν μια συμφοιτήτριά τους, να πετάνε τις κοιλιές τους από τα συνεχόμενα μπεκροξενύχτια και να κρυφογελάνε για τις παρτούζες που πετύχαν τελευταία. Και εγώ να συνεχίζω να μιλάω για την κρίση, συγχυσμένος, αβέβαιος για το τι πράγματι γίνεται γιατί τίποτα πράγματι δε γίνεται ή μάλλον γίνεται αυτό που πάντα γινόταν και φοβάμαι το τίποτα ή αυτό που πάντα γινόταν, όπως φοβάμαι να πω who cares man…. Είναι ο ρόλος μου αυτός, η παρούσα επαγγελματική ιδιότητά μου, το προσωπείο, το βόλεμά μου. Γυρνάω από τα ψώνια που ήταν απολαυστικά και ακούω το κομματάκι αυτό του Pete Seeger με τίτλο which side are you on για να συγκινηθώ. Ακολουθούν τα I hate the white man, gates of eden και άλλα ώσπου καταφθάνω σε έναν ηλιόλουστο απελευθερωτικό θόρυβο, αναρωτώμενος για πόσο καιρό θα σπαταλιέμαι και δε θα ακολουθώ το όνειρό μου. Γυρνάω στο διάβασμα και στον ύπνο μου.

Απόγευμα πάμε με την Α. σε μια πλατεία όπως μας αρέσει και παρακολουθούμε τα παιδιά να παίζουν. Τι θύμησες, τι παιδικά αρώματα, τι ανεμελιά, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, όπως ένα παιδί 5 χρονών που παίζει με άλλα παιδάκια. Λέω στην Α. ότι αυτοί οι άνθρωποι αν δεν είχαν τα παιδιά τους θα ήταν πεθαμένοι ψυχικά. Τι μεγάλο πράγμα, αλλά και πάλι πώς να μεγαλώνεις παιδια σήμερα? Όπως και χτες θα μου πεις. Κοιτάζω γύρω μου να δω αν πραγματικά βρίσκομαι στο σώμα μου, αν αυτό που βλέπω προέρχεται από τα μάτια μου, αν τα κτίρια γύρω μου είναι αληθινά. Είναι, πως είναι δυνατόν να είναι τόσο άσχημα? Σαν εμένα, πρέπει να το ξεπεράσω αυτό. Καθόμαστε για φαγητό και η σερβιτόρα με αποκαλεί χαϊδευτικά σκυθρωπό μα δεν το εννοούσε όπως αληθινά το ξέρω εγώ. Η Λ. πριν πάει γυμναστήριο με καλεί στο τηλέφωνο και με ρωτά τι σημαίνει όταν ο Ιάπωνας ανώτατος άρχοντας δημόσια δηλώνει ότι πρέπει να προστατευθεί η οικονομία μας (τους) και ο Ομπάμα εσπευσμένα συναντιέται με τη Μέρκελ για το θέμα της Ελλάδας. Της απαντώ ότι σύντομα θα γίνει κάτι πολύ μεγάλο. Μέχρι τότε εκφράζω την επιθυμία να πάω στη θάλασσα για μπάνιο, αγνάντεμα, κλείσιμο ματιών, χάσιμο. Γυρίζουμε πίσω και σα θύμα πιάνω το λαπτοπ, τη νέα τβ που θα κάνει πολλαπλάσιο κακό στις νέες γενιές. Κάνω τον ακτιβισμό του καναπέ, αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά αν χαίρομαι ή λυπάμαι με όλα αυτά, βρίζω τον εαυτό μου που δεν αιωρούμαι από πάνω τους αντί να χάνομαι ανάμεσά τους και ετοιμάζομαι να δυναμώσω τα ακουστικά.

1 comment:

ο δείμος του πολίτη said...

Εξαιρετικό κείμενο. Και ακριβώς μέσα στην πραγματικότητα.