Ένα τραγούδι που αγάπησες μόνος σου σε ξένες χώρες με άλλη
γυναίκα, όταν προσπαθούσες να την ξεχάσεις ανάμεσα σε διαβάσματα, αϋπνίες, πανικούς,
χάπια, γιατρούς, άγχος, εγκατάλειψη. Όλα παρέα με μια κιθάρα για ένα καλοκαίρι,
δανεική από το φίλο που κατέβηκε στην πατρίδα. Εσύ δεν κατέβηκες. Βουτούσες τη
θλίψη σου σε παρέες με κιθάρα, έφτασαν 2 μήνες για να μάθεις να παίζεις 20
τραγούδια και με το που γύρισες πάλι μόνος στην εγκατάλειψη σταμάτησες να παίζεις,
έτσι απλά. Όπως έτσι απλά συνέβαινε να μισείς τη γυναίκα που αγαπούσες τόσο στο
κρεβάτι, την πρώτη γυναίκα που έζησες σαν τέτοια. Κοιτούσες την καρδιά σου και έφριττες,
μέσα σου πέθαινες και ήξερες ότι μόνο η πατρίδα θα σε κάνει να ξεχάσεις, να
γιατρευτείς. Τότε όμως έκλαιγες μέσα, έκλαιγες πολύ στους δρόμους με τα δέντρα
καθώς κατεβαίνατε χέρι χέρι 1 μήνα αφού ξαναγύρισε κοντά σου μετά το χωρισμό. Θα
χωρίζατε ξανά, σε λίγη ώρα όταν θα έπαιρνες το αεροπλάνο και ήξερες ότι μάλλον
δε θα την ξανάβλεπες. Τρώγατε στο ινδικό το τελευταίο σας μεσημεριανό, είχε ήλιο,
σε λίγο θα μαζευόταν όλη η παρέα να αποχαιρετιστείτε, να πεις αντίο για πάντα ή
όχι, να πετάξεις στο θαλασσινό καλοκαίρι που τελείωνε.
Ζεις πάλι αυτές τις στιγμές των ανθρώπων που δε ξαναβλέπονται
και το διαισθάνονται αλλά αγαπούν για αυτές τις λίγες στιγμές και πονούν για όλους
αυτούς τους θανάτους. Θανάτους που πήρε πίσω ο Θεός όταν σου έστειλε το αεράκι της
αναγέννησης λίγο ή πολύ μετά. Ήσουν μουδιασμένος μέχρι τότε, άκουγες το Σαμποτάζ
και ακόμα αυτούς τους Scorpions
μα μέχρι το επόμενο καλοκαίρι είχες εκπομπή, σχέση, αγάπη, ελπίδα, ευθύνη. Θα
ζούσες μόνο για να δεις που θα έβγαινε όλο αυτό.
6 χρόνια μετά βγάζει στο σήμερα και το εδώ, τόσο ζωντανό και
παρόν, απαιτητικό και ανέγγιχτο από θλίψεις του χρόνου και της καρδιάς. Ωρίμανση
έφερε ο πρώτος, δύναμη απέκτησε η δεύτερη. Μα κάτι βράδια που μια αφορμή στον
υπολογιστή σε φέρνει σε εκείνες τις ταβλαδούρες εκείνου του καλοκαιριού και
ξανακούς τα τραγούδια που σου έσωσαν την καρδιά, θυμάσαι , και σου λείπει ή σου
αρέσει να ξαναγγίζεις το πικρό παρελθόν χωρίς να σε κόβει.
Μα ξέχασα, ήταν άνοιξη πάντα. Άνοιξη όταν ερωτευόμουν και άνοιξη
όταν πέθαινα. Άνοιξη του κουτιού με τις αισθήσεις που τόσο άτσαλα άνοιγε κάθε
χρόνο τότε, μα τώρα ξέρω. Ξέρω την άνοιξη που κρύβεις μέσα σου δεν μπορείς να
κρύψεις από το φως του Απρίλη, από τις μυρωδιές του δρόμου και τα αγωνιώδη βλέμματα
των κοριτσιών. Δεν μπορείς να την κρύψεις από το χάος του ουρανού, το φόβο του ύψους
των προσδοκιών. Κουβάρι ξετυλίγεται η καρδιά μας την άνοιξη για να παίζουν οι
γατούλες με τα όνειρά μας. Μπλέκεται και μπερδεύεται στα πόδια των περαστικών
και σχίζεται άκαρδα και αν το αφήσεις να παίξουν και άλλο αυτές θα ξεραθεί στη κάψα
του καλοκαιρινού πεζοδρομίου και θα λιώσει αργά αργά στη μούχλα των μοναχικών
πρωτοβρόχων. Αλλά τώρα ξέρεις λες. Ή έτσι νομίζεις.
No comments:
Post a Comment