Μια φορά υπήρξε ένα αγόρι
που πέρασε την αγάπη για αδυναμία
και προτίμησε να μείνει δυνατό
ωσπου η δύναμή του έγινε εμμονή
και η εμμονή του φυλακή.
Τότε ένιωσε το σώμα του φυλακισμένο
και το πνεύμα του ανελεύθερο,
θέλησε να απελευθερωθεί
και να πηδήξει στο κενό.
Τελευταία στιγμή είδε τη φυλακή
και την εμμονή
μα ένιωσε τόσο αδύναμο να αποδράσει
που κατάλαβε ότι μόνο η αγάπη θα του δώσει ελευθερία.
Saturday, May 29, 2010
Thursday, May 20, 2010
Παραλήρημα οργής
Κοιμήθηκα με την ελπίδα ότι αύριο όλα θα λάμψουν σαν τα παιδιά που παίζουν μπάλα και εσύ τα κοιτάς από έναν άλλο μαγικό κόσμο . Είδα πολλά όνειρα ακαταλαβίστικα και ξύπνησα λέγοντας σήμερα να κάνω εκείνο που πραγματικά θέλω. Και παρά τον ίλιγγο πήγα στην πορεία και φώναξα για να ξυπνήσω. Μόνος, χωρίς σαφές νόημα, κόσμος που βαριέται, νέοι που θα πεινάσουν αλλά χαμογελούσαν, γύρω γύρω να κοιτάνε σα σε καρναβάλι , σα να μη ζουν εδώ και να μη βλέπουν , να μη σκέφτονται. Τα πράγματα γι’αυτούς έχουν πάρει το δρόμο τους και δε γυρίζουν πίσω. Έτσι αποκαλούν τις πορείες, τις απεργίες, την αριστερά, τον κομμουνισμό. Και αν τους ρωτήσεις τι βλέπουν μπροστά σου λένε τίποτα, θα δούμε, θα παλέψουμε. Δε βλέπουν ότι προσπαθούν να τους κάνουν θύματα της αγοράς, να ζητάνε χρήμα για κερδοσκοπία και όχι για συναλλαγές ή προφύλαξη, κατά τη θεωρία του χρήματος της Μακροοικονομίας. Να μας κάνουν ανασφαλή ζώα αλλά εν δυνάμει πλούσια, όπου ο πλούτος είναι μια δυνατότητα, η συσσώρευσή του μια ικανότητα και η διατήρησή του μία αξία.
«Καμία ασφάλεια, οικονομική, κοινωνική, προσωπική, οικογενειακή. Όλα παίζουν κύριε Έλληνα που νόμιζες ότι με τα λεφτά που έχεις στην άκρη θα κάνεις ότι γουστάρεις». Λένε έτσι αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι στοχοποιούν την πηγή ρευστότητας πολύ μεγάλου ποσοστού των ελληνικών νοικοκυριών, των χρημάτων δηλαδή για σκοπούς προφύλαξης. Θέλουν να μεταφέρουμε αυτά τα χρήματα στις τράπεζες και σε αυτούς που κερδοσκοπούν. Διασπούν τον οικογενειακό πρώτα οικονομικό προγραμματισμό αλλοιώνοντας τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και δημιουργούν κοινωνική έκρηξη που μόνο με καταστολή αντιμετωπίζεται. Κράτος, ο παραδοσιακός του ρόλος άλλωστε. Ζήτω ο Χομπς! Μόνο που αυτός τα έλεγε σε διαφορετικές συνθήκες, όπου το φιλελεύθερο κράτος ήταν κάτι νεό και επαναστατικό. Ενώ το να λένε πάλι το ίδιο μας γυρίζουν αιώνες πίσω.
Σκατά, δεν αξίζει να ασχολείται κανείς άλλο. Όλοι νιώθουμε οργή και θυμό και αντί να καθήσουμε μαζί και να διεκδικήσουμε την έξοδο από αυτή την κατάσταση θα μαχόμαστε σε ατομικιστική βάση για το ποιος έχει αδικηθεί περισσότερο ή λιγότερο. Άλλος ένας ρόλος του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους, το άτομο είναι ελεύθερο να λύσει τα προβλήματά του μόνο. Κατάργηση συλλογικών συμβάσεων. Και για να μην απεργείτε, να πάρτε μια απόλυση στο 4% και βουλώστε το να δείτε ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα. Α, τι λέω, εννοώ ότι σας αποδεσμεύουμε, είστε ελεύθεροι να βρείτε αλλού εργασία.
Σας ευχαριστούμε. Δε θα τα βάλουμε μαζί σας. Δε φταίτε εσείς εξάλλου, φταίει το σύστημα και το κράτος. Πάω να βαρέσω μια ένεση για να συνέλθω από το μίσος που κακώς με κυριεύει απέναντί σας. Οργή που βασίζεται σε λανθασμένες δικές μου προσδοκίες για ένα μέλλον γεμάτο χαρά, αγάπη και ομορφιά. Ένα μέλλον που να βασίζεται στην αναπαραγωγή μέσω της κοινωνικής εργασίας και προσφοράς. Που να αγαπά τα παιδιά. Σκατά, ο άνθρωπος είναι μαλακισμένο ζώο, ηλίθιο, εγωιστικό και κακό. Πέφτω στην παγίδα σας, με πείθετε ότι όντως έτσι είναι ο άνθρωπος. Αυτό εξάλλου δεν είπε ο Χομπς και οι όμοιοι του σήμερα;
«Καμία ασφάλεια, οικονομική, κοινωνική, προσωπική, οικογενειακή. Όλα παίζουν κύριε Έλληνα που νόμιζες ότι με τα λεφτά που έχεις στην άκρη θα κάνεις ότι γουστάρεις». Λένε έτσι αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι στοχοποιούν την πηγή ρευστότητας πολύ μεγάλου ποσοστού των ελληνικών νοικοκυριών, των χρημάτων δηλαδή για σκοπούς προφύλαξης. Θέλουν να μεταφέρουμε αυτά τα χρήματα στις τράπεζες και σε αυτούς που κερδοσκοπούν. Διασπούν τον οικογενειακό πρώτα οικονομικό προγραμματισμό αλλοιώνοντας τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και δημιουργούν κοινωνική έκρηξη που μόνο με καταστολή αντιμετωπίζεται. Κράτος, ο παραδοσιακός του ρόλος άλλωστε. Ζήτω ο Χομπς! Μόνο που αυτός τα έλεγε σε διαφορετικές συνθήκες, όπου το φιλελεύθερο κράτος ήταν κάτι νεό και επαναστατικό. Ενώ το να λένε πάλι το ίδιο μας γυρίζουν αιώνες πίσω.
Σκατά, δεν αξίζει να ασχολείται κανείς άλλο. Όλοι νιώθουμε οργή και θυμό και αντί να καθήσουμε μαζί και να διεκδικήσουμε την έξοδο από αυτή την κατάσταση θα μαχόμαστε σε ατομικιστική βάση για το ποιος έχει αδικηθεί περισσότερο ή λιγότερο. Άλλος ένας ρόλος του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους, το άτομο είναι ελεύθερο να λύσει τα προβλήματά του μόνο. Κατάργηση συλλογικών συμβάσεων. Και για να μην απεργείτε, να πάρτε μια απόλυση στο 4% και βουλώστε το να δείτε ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα. Α, τι λέω, εννοώ ότι σας αποδεσμεύουμε, είστε ελεύθεροι να βρείτε αλλού εργασία.
Σας ευχαριστούμε. Δε θα τα βάλουμε μαζί σας. Δε φταίτε εσείς εξάλλου, φταίει το σύστημα και το κράτος. Πάω να βαρέσω μια ένεση για να συνέλθω από το μίσος που κακώς με κυριεύει απέναντί σας. Οργή που βασίζεται σε λανθασμένες δικές μου προσδοκίες για ένα μέλλον γεμάτο χαρά, αγάπη και ομορφιά. Ένα μέλλον που να βασίζεται στην αναπαραγωγή μέσω της κοινωνικής εργασίας και προσφοράς. Που να αγαπά τα παιδιά. Σκατά, ο άνθρωπος είναι μαλακισμένο ζώο, ηλίθιο, εγωιστικό και κακό. Πέφτω στην παγίδα σας, με πείθετε ότι όντως έτσι είναι ο άνθρωπος. Αυτό εξάλλου δεν είπε ο Χομπς και οι όμοιοι του σήμερα;
Monday, May 17, 2010
Χρήστος ο Αλβανός
Ο Χρήστος ο Αλβανός είναι από τους καλύτερούς μου φίλους. Τον παρακολουθώ πως κάνει τις εργασίες που του αναθέτει ο πατέρας μου και εγώ. Με όρεξη, ενδιαφέρον, ταχύτητα και εντέλλεια. Τον κοιτάζω με συγκαταβατικό χαμόγελο όταν ο θείος μου από χαμηλά του φωνάζει χαϊδευτικά «Παλιοαλβανέ!» ενώ εκείνος χτυπάει τα ελαιόκλαδα το Δεκέβρη. Γελάει κι αυτός γιατί ξέρει ότι και ο θείος τον έχει ανάγκη πολύ. Να σου χτίσει, να σε συμβουλέψει, να πάρει πρωτοβουλίες. Καμιά φορά όταν έχουν τα δικά τους ενώ αυτός αυτοσχεδιάζει στο σκάψιμο, το χτίσιμο, το βάψιμο και αλλού τον μαλώνουν. Αυτός τότε να δείτε πως στεναχωριέται, χαμηλώνει το κεφάλι και δε μιλιέται. Σε λίγο βέβαια, όλα έχουν ξεχαστεί. Και καθόμαστε όλοι μαζί να φάμε το κολατσιό με ελιές και τυρί και εκεί να δεις γέλιο. Μου αρέσει που τα ελληνικά του δεν είναι καλά αλλά ξέρει ονομασίες που εγώ δεν έχω ακούσει ποτέ, για υλικά πράγματα περισσότερο π.χ. το όνομα ενός κατασκευαστικού υλικού.
Κοιτάζει τον δικό μας πλούτο και δε φθονεί αν και θα ήθελε να έχει και αυτός το δικό του σπίτι, έστω ένα διαμέρισμα. Εγώ μερικές φορές σκέφτομαι ότι αν είναι να αφήσεις κληρονομιά σε κάποιον ε, αυτός θα έπρεπε να είναι και εκείνος που έχει δουλέψει περισσότερο για τη ίσα μέχρι τώρα διατήρηση αυτού του πλούτου. Δεν αναφέρομαι μόνο στο δικό μου σπίτι αλλά σε όλη τη χώρα που την έχουν χτίσει μετανάστες. Το ίδιο έχει πει και ο πατέρας μου σαν σε απειλή εναντίον μου που δε βοηθάω στις δουλειές του χωραφιού και παρόλο που χαίρομαι που δε θα πιάσει η απειλή, κατανοώ την ορθότητα του επιχειρήματος. Ο Χρήστος, βλέπετε, είναι ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου, ενός νοσταλγού της τίμιας εργατικότητας και της παλαιάς καλής αγροτιάς, αν και εξαναγκαστικά -λόγω επαγγέλματος -αστού. Οι παλαιοί και μετανοημένοι κομμουνιστές (αν ποτέ υπήρξε τέτοιος ο Χρήστος, που από τον τρόπο που μιλάει για τον κομμουνισμό μάλλον δεν υπήρξε) μας μαθαίνουν τον κομμουνισμό ως μετανάστες.
Βλέπω όμως και την αγωνία του μόχθου, την αβεβαιότητα των δουλειών όταν αλλάζει κάθε μήνα αφεντικό και τον κίνδυνο να τον κοροϊδέψουν. Και τη τσιγκουνιά του που μερικές φορές νομίζει ότι είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που δουλεύει. Ούτε μηχανάκι δεν παίρνει παρά τη τόση δουλειά που έχει ρίξει. Και δεν είναι ότι δεν έχει στην άκρη.
Το πιο ωραίο και γλυκό όπως σημειώνει η Α. είναι ότι προσπαθεί να βρει νύφη για το γιο ενός από τα περιστασιακά του αφεντικά, ενός γιατρού που έχει ένα γιο με λεφτά και σπίτι στην Ιταλία και με ρωτάει αν η Κ. είναι διαθέσιμη και τον ρωτάω σε μια βαθμίδα από το 1 έως το 10 πόσο μαλάκας είναι ο υποψήφιος γαμπρός και μου απαντά ότι όχι, ντάξει, καλό παιδί, λίγο δειλός κλπ και του λέω δηλαδή μαλάκας και εκεί να δεις γέλια. Ενώ αυτός ξεχορταριάζει και εγώ κουβαλώ τα χόρτα στην πυρά. Ή πάλι όταν μιλάμε για την εκκλησία που χτίζει και με ύφος που δεν ξέρεις αν είναι ειρωνικό ή απλά περιγραφικό αλλά σίγουρα αστείο, μας περιγράφει πόσο τρώνε οι παπάδες. Ο ίδιος λέει ότι είναι χριστιανός στην ψυχή αλλά το καραγκιοζιλίκι ενός ομοεθνούς του με το να πάει να βαφτιστεί στα 60 του δε θα το έκανε. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ιδιοτελείς σκοπούς.
Τέτοια και πολλά περισσότερα μόνο κατά τη διάρκεια χειρωνακτικής εργασίας γίνονται. Τότε σκέφτομαι, τι τα θέλω τα βιβλία και την επιστήμη, λες και βγάζω τίποτα. Κοίτα πόσο ζωντανός νιώθω με την σωματική εργασία. Κοίτα πόσο υπομονή μαθαίνεις να κάνεις βάφοντας σειρά με τη σειρά ένα ολόκληρο σπίτι, ξεχορταριάζοντας λίγο λίγο ένα χωράφι, μαζεύοντας μια μ ια τις ελιές… Ίσως να σκέφτομαι έτσι γιατί η υπομονή είναι αυτό που έχω περισσότερη ανάγκη καθώς μεγαλώνω.
Ο Χρήστος ο Αλβανός δε ξέρει από ίντερνετ και υπολογιστές, διαβάζει αλλά δε γράφει ελληνικά και κοιτάζει αν η δουλειά που κάνει ανταμοίβεται άμεσα και σε χρήμα. Η γυναίκα του τον αποπαίρνει και το παιδί του μεγαλώνει στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, αιώνες ολόκληρους απόσταση από τότε που ήταν αυτός παιδί στην Αλβανία της δεκαετίας του 70. Τρώει πολύ αλλά είναι αδύνατος, δουλεύει ασταμάτητα αλλά δεν παραπονιέται, ξέρει πολλούς ανθρώπους οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αφεντικά αλλά με την υπομονή και το χαρακτήρα του έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Ονειρεύεται πολύ να πάει στην Αμερική να δουλέψει ή στην Μύκονο όπου και θα βγάλει εύκολα λεφτά. Όμως δεν έχει στασό και κάνει τα διπλάσια από αυτά που θα του ζητήσεις. Είναι εντέλλει ένας ζωντανός άνθρωπος, ένας εργάτης με τα όλα του και κυρίως με πραγματικά και όχι φανταστικά προβλήματα. Από εκεί προκύπτει και η αλήθεια του, μια αλήθεια που με διδάσκει ήθος και με κάνει να ζηλεύω ώρες ώρες.
Κοιτάζει τον δικό μας πλούτο και δε φθονεί αν και θα ήθελε να έχει και αυτός το δικό του σπίτι, έστω ένα διαμέρισμα. Εγώ μερικές φορές σκέφτομαι ότι αν είναι να αφήσεις κληρονομιά σε κάποιον ε, αυτός θα έπρεπε να είναι και εκείνος που έχει δουλέψει περισσότερο για τη ίσα μέχρι τώρα διατήρηση αυτού του πλούτου. Δεν αναφέρομαι μόνο στο δικό μου σπίτι αλλά σε όλη τη χώρα που την έχουν χτίσει μετανάστες. Το ίδιο έχει πει και ο πατέρας μου σαν σε απειλή εναντίον μου που δε βοηθάω στις δουλειές του χωραφιού και παρόλο που χαίρομαι που δε θα πιάσει η απειλή, κατανοώ την ορθότητα του επιχειρήματος. Ο Χρήστος, βλέπετε, είναι ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου, ενός νοσταλγού της τίμιας εργατικότητας και της παλαιάς καλής αγροτιάς, αν και εξαναγκαστικά -λόγω επαγγέλματος -αστού. Οι παλαιοί και μετανοημένοι κομμουνιστές (αν ποτέ υπήρξε τέτοιος ο Χρήστος, που από τον τρόπο που μιλάει για τον κομμουνισμό μάλλον δεν υπήρξε) μας μαθαίνουν τον κομμουνισμό ως μετανάστες.
Βλέπω όμως και την αγωνία του μόχθου, την αβεβαιότητα των δουλειών όταν αλλάζει κάθε μήνα αφεντικό και τον κίνδυνο να τον κοροϊδέψουν. Και τη τσιγκουνιά του που μερικές φορές νομίζει ότι είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που δουλεύει. Ούτε μηχανάκι δεν παίρνει παρά τη τόση δουλειά που έχει ρίξει. Και δεν είναι ότι δεν έχει στην άκρη.
Το πιο ωραίο και γλυκό όπως σημειώνει η Α. είναι ότι προσπαθεί να βρει νύφη για το γιο ενός από τα περιστασιακά του αφεντικά, ενός γιατρού που έχει ένα γιο με λεφτά και σπίτι στην Ιταλία και με ρωτάει αν η Κ. είναι διαθέσιμη και τον ρωτάω σε μια βαθμίδα από το 1 έως το 10 πόσο μαλάκας είναι ο υποψήφιος γαμπρός και μου απαντά ότι όχι, ντάξει, καλό παιδί, λίγο δειλός κλπ και του λέω δηλαδή μαλάκας και εκεί να δεις γέλια. Ενώ αυτός ξεχορταριάζει και εγώ κουβαλώ τα χόρτα στην πυρά. Ή πάλι όταν μιλάμε για την εκκλησία που χτίζει και με ύφος που δεν ξέρεις αν είναι ειρωνικό ή απλά περιγραφικό αλλά σίγουρα αστείο, μας περιγράφει πόσο τρώνε οι παπάδες. Ο ίδιος λέει ότι είναι χριστιανός στην ψυχή αλλά το καραγκιοζιλίκι ενός ομοεθνούς του με το να πάει να βαφτιστεί στα 60 του δε θα το έκανε. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ιδιοτελείς σκοπούς.
Τέτοια και πολλά περισσότερα μόνο κατά τη διάρκεια χειρωνακτικής εργασίας γίνονται. Τότε σκέφτομαι, τι τα θέλω τα βιβλία και την επιστήμη, λες και βγάζω τίποτα. Κοίτα πόσο ζωντανός νιώθω με την σωματική εργασία. Κοίτα πόσο υπομονή μαθαίνεις να κάνεις βάφοντας σειρά με τη σειρά ένα ολόκληρο σπίτι, ξεχορταριάζοντας λίγο λίγο ένα χωράφι, μαζεύοντας μια μ ια τις ελιές… Ίσως να σκέφτομαι έτσι γιατί η υπομονή είναι αυτό που έχω περισσότερη ανάγκη καθώς μεγαλώνω.
Ο Χρήστος ο Αλβανός δε ξέρει από ίντερνετ και υπολογιστές, διαβάζει αλλά δε γράφει ελληνικά και κοιτάζει αν η δουλειά που κάνει ανταμοίβεται άμεσα και σε χρήμα. Η γυναίκα του τον αποπαίρνει και το παιδί του μεγαλώνει στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, αιώνες ολόκληρους απόσταση από τότε που ήταν αυτός παιδί στην Αλβανία της δεκαετίας του 70. Τρώει πολύ αλλά είναι αδύνατος, δουλεύει ασταμάτητα αλλά δεν παραπονιέται, ξέρει πολλούς ανθρώπους οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αφεντικά αλλά με την υπομονή και το χαρακτήρα του έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Ονειρεύεται πολύ να πάει στην Αμερική να δουλέψει ή στην Μύκονο όπου και θα βγάλει εύκολα λεφτά. Όμως δεν έχει στασό και κάνει τα διπλάσια από αυτά που θα του ζητήσεις. Είναι εντέλλει ένας ζωντανός άνθρωπος, ένας εργάτης με τα όλα του και κυρίως με πραγματικά και όχι φανταστικά προβλήματα. Από εκεί προκύπτει και η αλήθεια του, μια αλήθεια που με διδάσκει ήθος και με κάνει να ζηλεύω ώρες ώρες.
Wednesday, May 12, 2010
Αριστερή συσπείρωση
Διαβάζω για την είσοδο διαδηλωτών στο κοινοβούλιο της Ιρλανδίας και ενθυμούμαι ότι την 5η Μαΐου που συνέβαιναν παρόμοια και στας καθημάς, εντός της βουλής το ΚΚΕ υπεραμυνόταν των κατηγοριών ότι υπέθαλπτε αυτούς που προσπαθούσαν να μπουν/ανέβουν στη βουλή. Αναρωτιέμαι λοιπόν πιο πολιτικό κόμμα θα μπορέσει να σηκώσει στην πλάτη του αυτή την κοινωνική δυναμική, αν η ίδια η αριστερά αμύνεται τόσο έντονα (για στρατηγικούς και πραγματικούς βέβαια λόγους αν και κανείς δεν πιστεύει ότι το ΚΚΕ μπορεί να παίξει ένα επαναστατικό πολιτικό ρόλο τώρα, αν το έκανε και ποτέ). Θα αναρωτιόταν κανείς τι το θέλουμε τότε? Και εγώ αυτό αναρωτιέμαι όχι μόνο για το ΚΚΕ αλλά και για το Συριζα που κάνει τα ίδια και χειρότερα με το να βρίσκεται διαρκώς σε εμφύλιο αντί να συσπειρώσει τις απογοητευμένες κοινωνικές μάζες. Τόση οργή από τόσες χιλιάδες κόσμο και κανείς δε μιλάει για ριζοσπαστικοποίηση (Συριζα) ή επανάσταση (ΚΚΕ). Αν το δεύτερο είναι αφελές το πρώτο δεν είναι καθόλου και το ξέρει ο Αλαβάνος και άλλοι εκεί.
Γνώμη μου ότι αυτή η ριζοσπαστικοποίηση έχει δυναμικότητα που πρέπει να εκφραστεί πανευρωπαϊκά. Χρειάζεται να οργανωθεί μια νέα πρωτομαγιά, όχι βέβαια με γιορταστικούς ή συμβολικούς όρους αλλά με ριζοσπαστικούς. Έτσι θα ξυπνήσουμε και θα αναλαβουμε δράση με στόχο της συσπέίρωση της αριστεράς, μιας αριστεράς που θα δημιουργήσει αρχικά μια κρίσιμη μάζα, ένα 15 -20 % που πολύ γρήγορα θα πάρει την εξουσία (όπως το ΠΑΣΟΚ τότε). Αυτή η αριστερά βρίσκεται μέσα στο ΚΚΕ, το Σύριζα και κυρίως το ΠΑΣΟΚ. Εξυπακούεται ότι αυτό που λέγεται σήμερα ΠΑΣΟΚ δε θα υπάρξει ποτέ ξανά υπό αυτή τη μορφή. Η αρχή του τέλους του έχει γίνει εδώ και καιρό αλλά τώρα έρχεται η σκληρή συνειδητοποίηση που θα σπρώξει τον κόσμο προς νέες εναλλακτικές και τολμηρές προτάσεις.
Ουφ, είχα ανάγκη από λίγη ελπίδα....
Γνώμη μου ότι αυτή η ριζοσπαστικοποίηση έχει δυναμικότητα που πρέπει να εκφραστεί πανευρωπαϊκά. Χρειάζεται να οργανωθεί μια νέα πρωτομαγιά, όχι βέβαια με γιορταστικούς ή συμβολικούς όρους αλλά με ριζοσπαστικούς. Έτσι θα ξυπνήσουμε και θα αναλαβουμε δράση με στόχο της συσπέίρωση της αριστεράς, μιας αριστεράς που θα δημιουργήσει αρχικά μια κρίσιμη μάζα, ένα 15 -20 % που πολύ γρήγορα θα πάρει την εξουσία (όπως το ΠΑΣΟΚ τότε). Αυτή η αριστερά βρίσκεται μέσα στο ΚΚΕ, το Σύριζα και κυρίως το ΠΑΣΟΚ. Εξυπακούεται ότι αυτό που λέγεται σήμερα ΠΑΣΟΚ δε θα υπάρξει ποτέ ξανά υπό αυτή τη μορφή. Η αρχή του τέλους του έχει γίνει εδώ και καιρό αλλά τώρα έρχεται η σκληρή συνειδητοποίηση που θα σπρώξει τον κόσμο προς νέες εναλλακτικές και τολμηρές προτάσεις.
Ουφ, είχα ανάγκη από λίγη ελπίδα....
Sunday, May 9, 2010
9 Mαΐου
Αυτή η υπνηλία δεν έχει τελειωμό και μπορεί να οφείλεται καθαρώς στην άσχημη διάθεσή μου όπως επίσης και στο εντατικό κλίμα των ημερών. Δεν απόφυγα το προχθεσινό ξενύχτι για το διάβασμα των τελευταίων κειμένων των μπλόγκερς που παρακολουθώ. Μέχρι που η πολλή πληροφόρηση κάνει το κεφάλι μου πρωί πρωί να βουίζει. Πιάνω τον εαυτό μου να κάθομαι πριν ή και κατά τη διάρκεια του ύπνου να σκέφτομαι ομόλογα, τράπεζες, θεωρίες, ιδεολογίες, όνειρα. Μετά τα όνειρα όμως, τίποτα, απελπισία, επιστροφή στην άσχημη πραγματικότητα. Μα είναι τόσο άσχημη? Μοιάζει με τους κουκουλοφόρους και τους μπάτσους, με τους πρετεντέρηδες και τους αυτιάδες, τους νεοφιλελεύθερους και τους κομμουνισταράδες, τους ομιλούντες και τους διαφωνούντες, τους αιτιοκράτες και τους ονειροκράτες, αυτούς που ξέρουν και όλοι ξέρουν. Ξέρουν ότι τα spread του βερμπαλισμού τους πιάνουν ρεκόρ, τα επιτόκια των υποσχέσεών τους είναι εκτός ελέγχου και οι τράπεζες των γνωμών τους χωρίς ρευστή και πάγια γνώση. Ξέρουν ότι παίζεται ένα έργο, μια περιπέτεια, ένα δράμα, μία κωμωδία. Καθένας στο είδος του. Σε κάθε περίπτωση το Happy End δε φαίνεται στο σενάριο και το έργο μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα Lost με χαμένα πρόσωπα που προσπαθούν να αναλάβουν κάποιο ρόλο στο νησί της μοναχικής παγκοσμιοποίησής τους.
Το κεφάλι πόναγε βασανιστικά όχι από τον πόνο αλλά από τη αγωνία. Μέχρι που βρήκε λίγο απάγκιο στη στοργή της Α. Σήμερα ο ήλιος ήταν παραδόξως ζεστός και κρύος μαζί. Πήγαμε στη μεγάλη προβλήτα του λιμανιού, εκεί που η πόλη μένει πίσω και ο ορίζοντας απλώνεται μπροστά. Στη μέση το λαμπιρίζων νερό να παίζει με τα μάτια μου και δίπλα το τεράστιο καράβι. Νιώθω άβολα για λίγο με την προοπτική του μεγέθους των πραγμάτων που επισκιάζουν την σκέψη για αυτά. Σκέψη για το πώς θα ήταν αυτά ιδεατά, σκέψη που υπάρχει σα φίλος στην άμυνα και σαν εχθρός στη δημιουργία. Οι μεγάλες ιδέες εγκλωβίζουν. Και το συναίσθημα; Αυτό κάπου υπάρχει στον ορίζοντα και αγωνιώ να το εντοπίσω. Κοιτάζω το καράβι μπρ, γέρνω προς την πόλη και παραπατώ, ο ίλιγγος είναι κοντά, τέλος στρέφω τη ματιά στο νερό και ηρεμώ. Νιώθω καλά εκεί, με το νερό μοναχικό μου σύντροφο. Κατακλύζει το μυαλό και ξεδιψά τη σκέψη από την απορία, ξεγελά την ψυχή με το λαμπύρισμα, καθαρίζει τη βρώμα του πολιτισμού. Στο νερό, στο νερό, μπουγέλο θέλουν οι παλιάτσοι που μιλούν.
Σιωπή τώρα, στην πλατεία τη μεγάλη έχει συγκέντρωση σιωπής. Αλήθεια!
Το κεφάλι πόναγε βασανιστικά όχι από τον πόνο αλλά από τη αγωνία. Μέχρι που βρήκε λίγο απάγκιο στη στοργή της Α. Σήμερα ο ήλιος ήταν παραδόξως ζεστός και κρύος μαζί. Πήγαμε στη μεγάλη προβλήτα του λιμανιού, εκεί που η πόλη μένει πίσω και ο ορίζοντας απλώνεται μπροστά. Στη μέση το λαμπιρίζων νερό να παίζει με τα μάτια μου και δίπλα το τεράστιο καράβι. Νιώθω άβολα για λίγο με την προοπτική του μεγέθους των πραγμάτων που επισκιάζουν την σκέψη για αυτά. Σκέψη για το πώς θα ήταν αυτά ιδεατά, σκέψη που υπάρχει σα φίλος στην άμυνα και σαν εχθρός στη δημιουργία. Οι μεγάλες ιδέες εγκλωβίζουν. Και το συναίσθημα; Αυτό κάπου υπάρχει στον ορίζοντα και αγωνιώ να το εντοπίσω. Κοιτάζω το καράβι μπρ, γέρνω προς την πόλη και παραπατώ, ο ίλιγγος είναι κοντά, τέλος στρέφω τη ματιά στο νερό και ηρεμώ. Νιώθω καλά εκεί, με το νερό μοναχικό μου σύντροφο. Κατακλύζει το μυαλό και ξεδιψά τη σκέψη από την απορία, ξεγελά την ψυχή με το λαμπύρισμα, καθαρίζει τη βρώμα του πολιτισμού. Στο νερό, στο νερό, μπουγέλο θέλουν οι παλιάτσοι που μιλούν.
Σιωπή τώρα, στην πλατεία τη μεγάλη έχει συγκέντρωση σιωπής. Αλήθεια!
Friday, May 7, 2010
7 Μαΐου
Ξύπνησα πρωί σήμερα με τις σκέψεις των ομολόγων να στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου. Είναι η μέρα που δε πίνω καφέ στο σπίτι για να επωφεληθώ λίγο παραπάνω ύπνο μετά από τα τελευταία ιντερνετικά ξενύχτια, αφιερωμένα στην πληροφόρηση για το θέμα της εποχής. Πως θα τους πω σε ένα τρίωρο ότι έχει συμβεί, σκέφτομαι. Το πρώτο δίωρο κυλάει αρχικά ομαλά αλλά τελικά μέσα στο μπέρδεμα, δύσκολο πράγμα να καταλάβεις την κερδοσκοπία με θεωρητικούς όρους. Την Τρίτη ώρα αρπάζομαι και εγώ και τους εξηγώ πάνω στη θεωρία το τι συμβαίνει αυτή την στιγμή εδώ με τα ομόλογα. Καταλάβανε? Εδώ δεν έχω καταλάβει εγώ πλήρως, θα καταλαβαίνουν εκείνοι με το πρώτο μάθημα; Εξεπλάγην πάντως και εγώ με το κατόρθωμά μου να τους αναπαραστήσω την αλυσίδα των γεγονότων, έστω και με μπακάλικο τρόπο. Τέλος πάντων, η αδρεναλίνη με εγκατέλειψε γρήγορα για να έλθει το συναίσθημα της θολούρας και ημιαπελπισίας που με κατατρέχει τελευταία.
Πάμε για τις γραφειοκρατικές δουλειές της μέρας και σημειώνω ότι για πρώτη φορά σκέφτηκα να βάλω τα λεφτά μου στις κάλτσες προτού μπω στην τράπεζα γιατί οι ληστές σύντομα θα επιτίθενται και στους πελάτες και όχι μόνο στους ταμίες. Τι σκέψεις ρε παιδί μου, και ύστερα κατηγορώ τη θεία μου για τρομοπληξία. Και όχι, δεν έχω τηλεόραση καν. Απλά όταν τύχει κάτι σε κάποιον διπλανό μου, νιώθω να έρχεται πιο κοντά και σε μένα. Όπως ένα ατύχημα πχ. Τελικά βγήκα όχι μόνο ακέραιος από τη μπάνκα αλλά και πιο πλούσιος. Χάρηκα για λίγο αλλά τέτοια χαρά υπάρχει για να σου θυμίζει τους λόγους για τους οποίους αγχώνεσαι και στεναχωριέσαι. Που δεν έχεις βρει μόνιμη δουλειά ακόμα, που ενώ έχεις μια ευκαιρία για καριέρα δεν την ακολουθείς με ενάργεια, που ενώ σου πρότεινε η Χ. να μιλήσεις με τον τάδε εσύ αρνήθηκες, που δεν έχεις μακρινούς στόχους, που νιώθεις όπως νιώθεις, που αυτοκατηγορείσαι, που δεν λες ένα πανηγυρικό όχι στις κωλοεπιλογές σου, που επίσης λες ναι στις επιλογές σου, που είναι να μεγαλώσεις κάποτε αλλά το παρατείνεις, που βιάζεσαι να μεγαλώσεις ταυτόχρονα παραδόξως.
Κάθομαι για καφέ και παρακολουθώ τα παιδιά του ΤΕΙ να σνομπάρουν μια συμφοιτήτριά τους, να πετάνε τις κοιλιές τους από τα συνεχόμενα μπεκροξενύχτια και να κρυφογελάνε για τις παρτούζες που πετύχαν τελευταία. Και εγώ να συνεχίζω να μιλάω για την κρίση, συγχυσμένος, αβέβαιος για το τι πράγματι γίνεται γιατί τίποτα πράγματι δε γίνεται ή μάλλον γίνεται αυτό που πάντα γινόταν και φοβάμαι το τίποτα ή αυτό που πάντα γινόταν, όπως φοβάμαι να πω who cares man…. Είναι ο ρόλος μου αυτός, η παρούσα επαγγελματική ιδιότητά μου, το προσωπείο, το βόλεμά μου. Γυρνάω από τα ψώνια που ήταν απολαυστικά και ακούω το κομματάκι αυτό του Pete Seeger με τίτλο which side are you on για να συγκινηθώ. Ακολουθούν τα I hate the white man, gates of eden και άλλα ώσπου καταφθάνω σε έναν ηλιόλουστο απελευθερωτικό θόρυβο, αναρωτώμενος για πόσο καιρό θα σπαταλιέμαι και δε θα ακολουθώ το όνειρό μου. Γυρνάω στο διάβασμα και στον ύπνο μου.
Απόγευμα πάμε με την Α. σε μια πλατεία όπως μας αρέσει και παρακολουθούμε τα παιδιά να παίζουν. Τι θύμησες, τι παιδικά αρώματα, τι ανεμελιά, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, όπως ένα παιδί 5 χρονών που παίζει με άλλα παιδάκια. Λέω στην Α. ότι αυτοί οι άνθρωποι αν δεν είχαν τα παιδιά τους θα ήταν πεθαμένοι ψυχικά. Τι μεγάλο πράγμα, αλλά και πάλι πώς να μεγαλώνεις παιδια σήμερα? Όπως και χτες θα μου πεις. Κοιτάζω γύρω μου να δω αν πραγματικά βρίσκομαι στο σώμα μου, αν αυτό που βλέπω προέρχεται από τα μάτια μου, αν τα κτίρια γύρω μου είναι αληθινά. Είναι, πως είναι δυνατόν να είναι τόσο άσχημα? Σαν εμένα, πρέπει να το ξεπεράσω αυτό. Καθόμαστε για φαγητό και η σερβιτόρα με αποκαλεί χαϊδευτικά σκυθρωπό μα δεν το εννοούσε όπως αληθινά το ξέρω εγώ. Η Λ. πριν πάει γυμναστήριο με καλεί στο τηλέφωνο και με ρωτά τι σημαίνει όταν ο Ιάπωνας ανώτατος άρχοντας δημόσια δηλώνει ότι πρέπει να προστατευθεί η οικονομία μας (τους) και ο Ομπάμα εσπευσμένα συναντιέται με τη Μέρκελ για το θέμα της Ελλάδας. Της απαντώ ότι σύντομα θα γίνει κάτι πολύ μεγάλο. Μέχρι τότε εκφράζω την επιθυμία να πάω στη θάλασσα για μπάνιο, αγνάντεμα, κλείσιμο ματιών, χάσιμο. Γυρίζουμε πίσω και σα θύμα πιάνω το λαπτοπ, τη νέα τβ που θα κάνει πολλαπλάσιο κακό στις νέες γενιές. Κάνω τον ακτιβισμό του καναπέ, αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά αν χαίρομαι ή λυπάμαι με όλα αυτά, βρίζω τον εαυτό μου που δεν αιωρούμαι από πάνω τους αντί να χάνομαι ανάμεσά τους και ετοιμάζομαι να δυναμώσω τα ακουστικά.
Πάμε για τις γραφειοκρατικές δουλειές της μέρας και σημειώνω ότι για πρώτη φορά σκέφτηκα να βάλω τα λεφτά μου στις κάλτσες προτού μπω στην τράπεζα γιατί οι ληστές σύντομα θα επιτίθενται και στους πελάτες και όχι μόνο στους ταμίες. Τι σκέψεις ρε παιδί μου, και ύστερα κατηγορώ τη θεία μου για τρομοπληξία. Και όχι, δεν έχω τηλεόραση καν. Απλά όταν τύχει κάτι σε κάποιον διπλανό μου, νιώθω να έρχεται πιο κοντά και σε μένα. Όπως ένα ατύχημα πχ. Τελικά βγήκα όχι μόνο ακέραιος από τη μπάνκα αλλά και πιο πλούσιος. Χάρηκα για λίγο αλλά τέτοια χαρά υπάρχει για να σου θυμίζει τους λόγους για τους οποίους αγχώνεσαι και στεναχωριέσαι. Που δεν έχεις βρει μόνιμη δουλειά ακόμα, που ενώ έχεις μια ευκαιρία για καριέρα δεν την ακολουθείς με ενάργεια, που ενώ σου πρότεινε η Χ. να μιλήσεις με τον τάδε εσύ αρνήθηκες, που δεν έχεις μακρινούς στόχους, που νιώθεις όπως νιώθεις, που αυτοκατηγορείσαι, που δεν λες ένα πανηγυρικό όχι στις κωλοεπιλογές σου, που επίσης λες ναι στις επιλογές σου, που είναι να μεγαλώσεις κάποτε αλλά το παρατείνεις, που βιάζεσαι να μεγαλώσεις ταυτόχρονα παραδόξως.
Κάθομαι για καφέ και παρακολουθώ τα παιδιά του ΤΕΙ να σνομπάρουν μια συμφοιτήτριά τους, να πετάνε τις κοιλιές τους από τα συνεχόμενα μπεκροξενύχτια και να κρυφογελάνε για τις παρτούζες που πετύχαν τελευταία. Και εγώ να συνεχίζω να μιλάω για την κρίση, συγχυσμένος, αβέβαιος για το τι πράγματι γίνεται γιατί τίποτα πράγματι δε γίνεται ή μάλλον γίνεται αυτό που πάντα γινόταν και φοβάμαι το τίποτα ή αυτό που πάντα γινόταν, όπως φοβάμαι να πω who cares man…. Είναι ο ρόλος μου αυτός, η παρούσα επαγγελματική ιδιότητά μου, το προσωπείο, το βόλεμά μου. Γυρνάω από τα ψώνια που ήταν απολαυστικά και ακούω το κομματάκι αυτό του Pete Seeger με τίτλο which side are you on για να συγκινηθώ. Ακολουθούν τα I hate the white man, gates of eden και άλλα ώσπου καταφθάνω σε έναν ηλιόλουστο απελευθερωτικό θόρυβο, αναρωτώμενος για πόσο καιρό θα σπαταλιέμαι και δε θα ακολουθώ το όνειρό μου. Γυρνάω στο διάβασμα και στον ύπνο μου.
Απόγευμα πάμε με την Α. σε μια πλατεία όπως μας αρέσει και παρακολουθούμε τα παιδιά να παίζουν. Τι θύμησες, τι παιδικά αρώματα, τι ανεμελιά, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, όπως ένα παιδί 5 χρονών που παίζει με άλλα παιδάκια. Λέω στην Α. ότι αυτοί οι άνθρωποι αν δεν είχαν τα παιδιά τους θα ήταν πεθαμένοι ψυχικά. Τι μεγάλο πράγμα, αλλά και πάλι πώς να μεγαλώνεις παιδια σήμερα? Όπως και χτες θα μου πεις. Κοιτάζω γύρω μου να δω αν πραγματικά βρίσκομαι στο σώμα μου, αν αυτό που βλέπω προέρχεται από τα μάτια μου, αν τα κτίρια γύρω μου είναι αληθινά. Είναι, πως είναι δυνατόν να είναι τόσο άσχημα? Σαν εμένα, πρέπει να το ξεπεράσω αυτό. Καθόμαστε για φαγητό και η σερβιτόρα με αποκαλεί χαϊδευτικά σκυθρωπό μα δεν το εννοούσε όπως αληθινά το ξέρω εγώ. Η Λ. πριν πάει γυμναστήριο με καλεί στο τηλέφωνο και με ρωτά τι σημαίνει όταν ο Ιάπωνας ανώτατος άρχοντας δημόσια δηλώνει ότι πρέπει να προστατευθεί η οικονομία μας (τους) και ο Ομπάμα εσπευσμένα συναντιέται με τη Μέρκελ για το θέμα της Ελλάδας. Της απαντώ ότι σύντομα θα γίνει κάτι πολύ μεγάλο. Μέχρι τότε εκφράζω την επιθυμία να πάω στη θάλασσα για μπάνιο, αγνάντεμα, κλείσιμο ματιών, χάσιμο. Γυρίζουμε πίσω και σα θύμα πιάνω το λαπτοπ, τη νέα τβ που θα κάνει πολλαπλάσιο κακό στις νέες γενιές. Κάνω τον ακτιβισμό του καναπέ, αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά αν χαίρομαι ή λυπάμαι με όλα αυτά, βρίζω τον εαυτό μου που δεν αιωρούμαι από πάνω τους αντί να χάνομαι ανάμεσά τους και ετοιμάζομαι να δυναμώσω τα ακουστικά.
Wednesday, May 5, 2010
Ημερολόγιο πορείας Νο.1
Με την ελπίδα ότι θα έχω πιο ενδιαφέροντα πράγματα να πω μετά από μια άλλη πορεία.
Ξύπνησα αργά, προλαβαίνω? Καταρχήν, θέλω να πάω? Να παίρνεις αμάξι χωρίς καφέ, να παρκάρεις τέρμα θεού, για να πας και εσύ εκεί. Και τι θα βγεί άραγε? Σηκώνομαι και πάω, προλαβαίνω μάλλον. Μόνος μου, παίρνω τηλέφωνο τη Λ. Θα έρθεις? Δε ξέρω, έχω ένα ραντεβού, μετά μπορεί, ξέρω και εγώ, καταλαβαίνω μήπως τι γίνεται? Πάω και τη βρίσκω τυχαία στην πρώτη πορεία στη μεγάλη πλατεία. Μιλάει με μια φίλη της, όμορφη, αστραφτερή, ευγενική κομμουνίστρια. Τη ρωτάω αν θα έρθει μαζί μου στην άλλη πορεία. Η φίλη της πιάνεται από την «άλλη πορεία» όπως το περίμενα. Την απογοήτευσα τελικά όχι με την επιχειρηματολογία μου αλλά με το ύφος, λίγο απότομο, δεν την ήξερα και καλά. Της είπα ‘βγάζουμε πανό στην άλλη πλατεία» Με ρωτάει «Ποιοι είστε εσείς?». «Οι ωρομίσθιοι», της λέω. Και για να μην πιάσουμε μακροσκελή διάλογο , βλέποντάς την έτοιμη να μας προσφέρει περισσότερη ασφάλεια από την άλλη πλατεία, διαφεύγω λέγοντας «όλοι οι φίλοι μου είναι εκεί». Εξόχως πολιτική θέση αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Εσείς, λέω από μέσα μου, τα ξέρετε όλα, δεν έχετε ανάγκη. Κρίμα, ίσως την απογοήτευσα και δε θα το θελα. Είμαι και λίγο αντιδραστικός από τη φύση μου αλλά το καταλαβαίνω αμέσως.
Στην άλλη πλατεία χαμός, ξεκινά η πομπή και είναι πράγματι μεγάλη. Ψάχνουμε για τους δικούς μας, ποιους δικούς μας δηλαδή, 5-6 γνωστοί και συνάδελφοι που κρατάνε πανό για τους αναπληρωτές και ωρομισθίους. Δεν μπορώ να φωνάξω λόγω λαιμού αλλά και οι περισσότεροι το ίδιο. Στις πορείες με πιάνει άλλοτε νοσταλγία για τα αγωνιστικά χρόνια του Τεμπονέρα, άλλοτε οργή σκεφτόμενος τις αιτίες των πολέμων όπως την αντιπολεμική για το Ιράκ και τώρα θλίψη για το πόσο μπερδεμένος είμαι. Όχι ακριβώς αφηρημένος αλλά σκεπτικός, προβληματισμένος, ολίγον τι απόμακρος και αντιδραστικός, χωρίς εμπιστοσύνη σε κανέναν, ειδικά τους συνδικαλισταράδες ούτε όμως και τους ανερχόμενους από δαύτους που γενικά τους θεωρώ ημιμαθείς, όπως τον εαυτό μου βέβαια. Έχοντας πρώτα αναγάγει την άγνοια σε ύψιστο έγκλημα και άγνοια σημαίνει να μην ξέρεις στην εντέλεια τι συμβαίνει. Μα αυτό δεν είναι δυνατόν και στο κάτω κάτω λίγη λιγότερη αυστηρότητα δε βλάπτει. Μη νομίσετε ότι είμαι υπερορθολογιστής, μάλλον εξαναγκαστικά έχω γίνει για να επιζήσω εργαζόμενος. Κατά βάθος είμαι διαισθητικός και οι αισθήσεις μου λένε ότι καλά κάνω και είμαι εκεί που είμαι. Έπειτα σκάνε κάποια δακρυγόνα και η πορεία τελειώνει με τα οργισμένα νιάτα κλαμένα και έτοιμα για αντιπαράθεση. Η Λ. βγάζει με το κινητό της κάποια επουσιώδη γεγονότα βίας και αποσυρόμαστε.
Σπίτι των γονιών μας δεν λέμε πολλά. Οι γονείς μαθαίνω είναι σε κατάθλιψη (σικ) γιατί δεν πιστεύουν αυτά που κάνει ο Γεωργάκης. Επειδή είναι και αυτοί σούπερ ιδεαλιστές και το αγαπώ αυτό δεν τους λέω πολλά σήμερα. Για τον εφησυχασμό, το βόλεμα, τις ιδεοληψίες και φαντασιώσεις τους. Παλαιοί πασόκοι, πάντα πιστοί. Φεύγω, πάω σπίτι μου αλλά πρώτα περνάω από ένα σούπερ μάη μα δεν κάνω να σταματήσω γιατί βλέπω κοσμάκη στην είσοδο. Μαθαίνω ότι οι απεργοί το κλείνουν το μαγαζί. Κλείστε το το μπουρδέλο, λέω από μέσα μου. Πάω στο δίπλα και ίσα που προλαβαίνω να ψωνίσω το κωλόπραμα, πριν με αναγκάσουν οι απεργοί, όπως μαθαίνω από τους υπαλλήλους, να τα αφήσω και να φύγω. Καλή φάση.
Απόγευμα μαθαίνω για τους νεκρούς αλλά δε λυπάμαι. Σκέφτομαι, μπροστά σε αυτά που έχουμε να δούμε, αυτό δεν είναι τίποτα. Δε θέλω να σκέφτομαι καν τι λέει η τβ. Η Α. έχει κουραστεί από τα ιδιαίτερα και έχει στεναχωρηθεί με τα γεγονότα. Θέλει να δει κόσμο και πάμε στον ξάδελφο της που έχει μωρό. Ένα πραγματικά συμπαθητικό αγοράκι που ο μαγιάτικος αέρας με τις μοσκοβολιές του, το παιχνιδιάρικο τοπίο του δωματίου και η αίσθηση φροντίδας την κάνει να ξεχαστεί. Και μένα μαζί και να μελαγχολήσω για το πόσο αντικειμενική ανάγκη έχω από ένα μωρό που όμως με τα παρόντα μέσα δεν μπορούμε να αναθρέψουμε. Ναι, υπάρχει πολύς χρόνος ακόμα αλλά βλέπεις και ακούς τι γίνεται. Έρχεται και η γιαγιά και μας λέει να βγάλουμε τα λεφτά μας από τις τράπεζες. Ότι θέλει ο καθένας λέει, αλλά ο κίνδυνος είναι πάντα υπαρκτός, ίσως όχι τώρα αλλά μετά από μια διολίσθηση του ευρώ που θα το διαλύσει. Άντε πάλι οι κωλοορθολογιστικές σκέψεις για την οικονομία. Αυστηρότης, μεθοδικότης, γνώση! Και στο τέλος, δεν ξέρουμε τίποτα. Κοιτάζω το παιδάκι, αισθάνομαι το αστικό φως του δωματίου, βλέπω την αγάπη των λοιπών απέναντί του και χαϊδεύω την Α. διαισθανόμενος την ευθύνη της ευτυχίας μου/μας. Και την οδύνη που μου δημιουργεί η παρούσα ανασφάλειά μας.
Γυρνάμε τέσσερα ‘άτομα στο σπίτι και συναντούμε τους απέναντι, συγγενείς κι αυτού, σκεπτικοί από αυτά που θα είδαν στη τβ και μόνο σε αυτή. Τους ρίχνω το αντιδραστικό, «τα πυροσβεστικά είχαν χρόνο» και μου επιτίθενται. Σταματώ, δεν ξέρω τίποτα παραπάνω. Έπειτα βλέπω τα ΜΑΤ να σπάνε ένα μαγαζί στη Στουρνάρη και τον Κακλαμάνη χεσμένο, μοναχό, έρμαιο ενός κινητού, και τα ΜΑΤ να τον βγάζουν από την τουαλέτα. Μοιράζομαι ανοιχτά το όνειρό μου της πλήρους αναρχίας και της κατάληψης όλων των δημόσιων διοικητικών πόστων από τους διαδηλωτές. Αναγνωρίζω ότι πάλι αντιδρώ στον ορθολογισμό μου (ή αυτό της εξουσίας) και το αφήνω. Αποσύρομαι εις το καθημερινό μου διάβασμα για την κρίση μήπως και σώσω την πατρίδα αλλά έχω πολλά ακόμα να μάθω. Καληνύχτα!
Ξύπνησα αργά, προλαβαίνω? Καταρχήν, θέλω να πάω? Να παίρνεις αμάξι χωρίς καφέ, να παρκάρεις τέρμα θεού, για να πας και εσύ εκεί. Και τι θα βγεί άραγε? Σηκώνομαι και πάω, προλαβαίνω μάλλον. Μόνος μου, παίρνω τηλέφωνο τη Λ. Θα έρθεις? Δε ξέρω, έχω ένα ραντεβού, μετά μπορεί, ξέρω και εγώ, καταλαβαίνω μήπως τι γίνεται? Πάω και τη βρίσκω τυχαία στην πρώτη πορεία στη μεγάλη πλατεία. Μιλάει με μια φίλη της, όμορφη, αστραφτερή, ευγενική κομμουνίστρια. Τη ρωτάω αν θα έρθει μαζί μου στην άλλη πορεία. Η φίλη της πιάνεται από την «άλλη πορεία» όπως το περίμενα. Την απογοήτευσα τελικά όχι με την επιχειρηματολογία μου αλλά με το ύφος, λίγο απότομο, δεν την ήξερα και καλά. Της είπα ‘βγάζουμε πανό στην άλλη πλατεία» Με ρωτάει «Ποιοι είστε εσείς?». «Οι ωρομίσθιοι», της λέω. Και για να μην πιάσουμε μακροσκελή διάλογο , βλέποντάς την έτοιμη να μας προσφέρει περισσότερη ασφάλεια από την άλλη πλατεία, διαφεύγω λέγοντας «όλοι οι φίλοι μου είναι εκεί». Εξόχως πολιτική θέση αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Εσείς, λέω από μέσα μου, τα ξέρετε όλα, δεν έχετε ανάγκη. Κρίμα, ίσως την απογοήτευσα και δε θα το θελα. Είμαι και λίγο αντιδραστικός από τη φύση μου αλλά το καταλαβαίνω αμέσως.
Στην άλλη πλατεία χαμός, ξεκινά η πομπή και είναι πράγματι μεγάλη. Ψάχνουμε για τους δικούς μας, ποιους δικούς μας δηλαδή, 5-6 γνωστοί και συνάδελφοι που κρατάνε πανό για τους αναπληρωτές και ωρομισθίους. Δεν μπορώ να φωνάξω λόγω λαιμού αλλά και οι περισσότεροι το ίδιο. Στις πορείες με πιάνει άλλοτε νοσταλγία για τα αγωνιστικά χρόνια του Τεμπονέρα, άλλοτε οργή σκεφτόμενος τις αιτίες των πολέμων όπως την αντιπολεμική για το Ιράκ και τώρα θλίψη για το πόσο μπερδεμένος είμαι. Όχι ακριβώς αφηρημένος αλλά σκεπτικός, προβληματισμένος, ολίγον τι απόμακρος και αντιδραστικός, χωρίς εμπιστοσύνη σε κανέναν, ειδικά τους συνδικαλισταράδες ούτε όμως και τους ανερχόμενους από δαύτους που γενικά τους θεωρώ ημιμαθείς, όπως τον εαυτό μου βέβαια. Έχοντας πρώτα αναγάγει την άγνοια σε ύψιστο έγκλημα και άγνοια σημαίνει να μην ξέρεις στην εντέλεια τι συμβαίνει. Μα αυτό δεν είναι δυνατόν και στο κάτω κάτω λίγη λιγότερη αυστηρότητα δε βλάπτει. Μη νομίσετε ότι είμαι υπερορθολογιστής, μάλλον εξαναγκαστικά έχω γίνει για να επιζήσω εργαζόμενος. Κατά βάθος είμαι διαισθητικός και οι αισθήσεις μου λένε ότι καλά κάνω και είμαι εκεί που είμαι. Έπειτα σκάνε κάποια δακρυγόνα και η πορεία τελειώνει με τα οργισμένα νιάτα κλαμένα και έτοιμα για αντιπαράθεση. Η Λ. βγάζει με το κινητό της κάποια επουσιώδη γεγονότα βίας και αποσυρόμαστε.
Σπίτι των γονιών μας δεν λέμε πολλά. Οι γονείς μαθαίνω είναι σε κατάθλιψη (σικ) γιατί δεν πιστεύουν αυτά που κάνει ο Γεωργάκης. Επειδή είναι και αυτοί σούπερ ιδεαλιστές και το αγαπώ αυτό δεν τους λέω πολλά σήμερα. Για τον εφησυχασμό, το βόλεμα, τις ιδεοληψίες και φαντασιώσεις τους. Παλαιοί πασόκοι, πάντα πιστοί. Φεύγω, πάω σπίτι μου αλλά πρώτα περνάω από ένα σούπερ μάη μα δεν κάνω να σταματήσω γιατί βλέπω κοσμάκη στην είσοδο. Μαθαίνω ότι οι απεργοί το κλείνουν το μαγαζί. Κλείστε το το μπουρδέλο, λέω από μέσα μου. Πάω στο δίπλα και ίσα που προλαβαίνω να ψωνίσω το κωλόπραμα, πριν με αναγκάσουν οι απεργοί, όπως μαθαίνω από τους υπαλλήλους, να τα αφήσω και να φύγω. Καλή φάση.
Απόγευμα μαθαίνω για τους νεκρούς αλλά δε λυπάμαι. Σκέφτομαι, μπροστά σε αυτά που έχουμε να δούμε, αυτό δεν είναι τίποτα. Δε θέλω να σκέφτομαι καν τι λέει η τβ. Η Α. έχει κουραστεί από τα ιδιαίτερα και έχει στεναχωρηθεί με τα γεγονότα. Θέλει να δει κόσμο και πάμε στον ξάδελφο της που έχει μωρό. Ένα πραγματικά συμπαθητικό αγοράκι που ο μαγιάτικος αέρας με τις μοσκοβολιές του, το παιχνιδιάρικο τοπίο του δωματίου και η αίσθηση φροντίδας την κάνει να ξεχαστεί. Και μένα μαζί και να μελαγχολήσω για το πόσο αντικειμενική ανάγκη έχω από ένα μωρό που όμως με τα παρόντα μέσα δεν μπορούμε να αναθρέψουμε. Ναι, υπάρχει πολύς χρόνος ακόμα αλλά βλέπεις και ακούς τι γίνεται. Έρχεται και η γιαγιά και μας λέει να βγάλουμε τα λεφτά μας από τις τράπεζες. Ότι θέλει ο καθένας λέει, αλλά ο κίνδυνος είναι πάντα υπαρκτός, ίσως όχι τώρα αλλά μετά από μια διολίσθηση του ευρώ που θα το διαλύσει. Άντε πάλι οι κωλοορθολογιστικές σκέψεις για την οικονομία. Αυστηρότης, μεθοδικότης, γνώση! Και στο τέλος, δεν ξέρουμε τίποτα. Κοιτάζω το παιδάκι, αισθάνομαι το αστικό φως του δωματίου, βλέπω την αγάπη των λοιπών απέναντί του και χαϊδεύω την Α. διαισθανόμενος την ευθύνη της ευτυχίας μου/μας. Και την οδύνη που μου δημιουργεί η παρούσα ανασφάλειά μας.
Γυρνάμε τέσσερα ‘άτομα στο σπίτι και συναντούμε τους απέναντι, συγγενείς κι αυτού, σκεπτικοί από αυτά που θα είδαν στη τβ και μόνο σε αυτή. Τους ρίχνω το αντιδραστικό, «τα πυροσβεστικά είχαν χρόνο» και μου επιτίθενται. Σταματώ, δεν ξέρω τίποτα παραπάνω. Έπειτα βλέπω τα ΜΑΤ να σπάνε ένα μαγαζί στη Στουρνάρη και τον Κακλαμάνη χεσμένο, μοναχό, έρμαιο ενός κινητού, και τα ΜΑΤ να τον βγάζουν από την τουαλέτα. Μοιράζομαι ανοιχτά το όνειρό μου της πλήρους αναρχίας και της κατάληψης όλων των δημόσιων διοικητικών πόστων από τους διαδηλωτές. Αναγνωρίζω ότι πάλι αντιδρώ στον ορθολογισμό μου (ή αυτό της εξουσίας) και το αφήνω. Αποσύρομαι εις το καθημερινό μου διάβασμα για την κρίση μήπως και σώσω την πατρίδα αλλά έχω πολλά ακόμα να μάθω. Καληνύχτα!
Saturday, May 1, 2010
Ιδέες
Ο κόσμος των ιδεών είναι ένας πολύ τακτοποιημένος κόσμος. Ιδιαίτερα αν δομείται με κανόνα τη λογική και μάλιστα την ορθή λογική. Χρόνια στα θρανία, τις έδρες και τους υπολογιστές του γραφείου, σε σεμινάρια και συνέδρια, έρευνες και συνεργασίες. Όλα για την πιο ορθή επιστημονικά ιδέα. Ο Πλάτωνας με επισκέπτεται «Οι ιδέες είναι εικόνες πραγμάτων που προϋπήρξαν της γέννησης του κόσμου» Πού των ρωτάω «Στη φαντασία» μου απαντάει. Τίνος ανταπαντάω. « Του Θεού» μου λέει. Οι ιδέες ενώνουν το ιδεατό με το πραγματικό, το υποθετικό με το εφαρμόσιμο, το θεϊκό με το ανθρώπινο, το αθάνατο με το θνητό. Η καλλιέργειά τους ανυψώνει τον άνθρωπο από υλικό σε πνευματικό ον. Όλους τους ανθρώπους Πλάτωνα; «Όχι όλους, εκείνους που καλλιεργούν τις ιδέες. Όσο οι άνθρωποι δεν τις καλλιεργούν και επιδίδονται στις υλικές απολαύσεις τόσο χάνουν την πίστη τους στην ένωση που περιέγραψα προηγουμένως. Η ένωση αυτή είναι μια υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου, η ανάγκη να δει σαν Ένα το άσπρο με το μαύρο, τη νύχτα με τη μέρα, τη ζωή με το θάνατο. Η ανάγκη του αυτή τον έκανε να φανταστεί ήρωες που δρουν βάσει μεγάλων ιδεών και καταφέρνουν αδύνατα πράγματα. Οι ήρωες αυτοί ονομάστηκαν άγιοι, οι μεγάλες τους ιδέες δόγματα και τα πράγματα αυτά θαύματα. Η μαζική αποδοχή των ιστοριών αυτών από τους ανθρώπους δημιούργησε κινήματα που ονομάστηκαν θρησκείες.
Ανά κατηγορίες ανθρώπων, γεωγραφιών, πολιτισμών και άλλων καταστάσεων που διαφοροποιούν τους ανθρώπους δημιουργήθηκαν πολλές θρησκείες. Οι θρησκείες αυτές συχνά έρχονταν σε σύγκρουση για το ποια περιγράφει καλύτερα την ιδέα της ενότητας του Θεού με τον άνθρωπο. Πολλοί πόλεμοι έγιναν και πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη μάχη αυτή των θρησκειών. Κάποια εποχή οι άνθρωποι άρχισαν να αναπτύσσουν νέο εξελιγμένο υλικό πολιτισμό, καράβια, μηχανές, όπλα, ηλεκτρισμό, ραδιοκύματα, ασύρματα δίκτυα. Τότε θεώρησαν ότι οι ιδέες που περιέγραφαν την πραγματικότητα στο παρελθόν δεν τους είναι χρήσιμη πια γιατί ερχόταν από το υπερπέραν. Τις ονόμασαν δεισιδαιμονίες και προλήψεις και αφιερώθηκαν στη δημιουργία νέων ιδεών με στόχο όχι την ένωση με το Θεό αλλά την τεχνολογική ανακάλυψη, την εφεύρεση και την εξέλιξη. Αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν στην επιστήμη, όπως την ονόμασαν και όχι τη θρησκεία. Άρχισαν να δίνουν παράξενα ονόματα και αριθμούς σε οτιδήποτε υπήρχε γύρω τους και να ψάχνουν τη σχέση αυτών των πραγμάτων μεταξύ τους. Από την αέναη ένωση με το Θεό άλλαξαν τελείως πορεία και κατευθύνθηκαν προς την συγκεκριμένη διατύπωση νόμων και κανόνων του φυσικού κόσμου. Πολλοί άνθρωποι αποδέχτηκαν τη λογική των πραγμάτων όπως την περιέγραψαν οι επιστήμονες. Κάποιοι άλλοι αντέδρασαν στην υλιστικότητά της θεωρώντας ότι η επιστήμη βλάπτει το πνεύμα καλλιεργώντας ιδέες που αφορούν την ύλη και όχι το ιδεατό.
Κατά την περίοδο αυτή πολλά νέα υλικά αντικείμενα φτιάχτηκαν όπως και πολλές νέες ανθρώπινες κοινωνίες που ονομάστηκαν κράτη. Τα κράτη αυτά έκαναν πόλεμο μεταξύ τους για το ποιο έχει τα περισσότερα υλικά αντικείμενα, όπλα, έδαφος, κάστρα και εργοστάσια. Τότε εμφανίστηκε δυναμικά μια νέα επιστήμη που ονομάστηκε πολιτική. Η πολιτική αφιερώθηκε στο να εξηγήσει πως θα γίνονται οι πόλεμοι μεταξύ των κρατών με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες σε υλικά αντικείμενα. Οι αντίπαλοι της επιστήμης δεν αποδέχτηκαν την πολιτική γιατί αυτή όπως και όλες οι άλλες επιστήμες επικεντρώνονται στην ύλη και όχι στο ιδεατό. Η ύλη είναι η εξυπηρέτηση ενός σκοπού που λέγεται «ολιγόστευση απωλειών» ενώ το ιδεατό είναι ένας ανώτερος σκοπός που λέγεται Ειρήνη. Θεώρησαν ότι η πολιτική επικεντρώνεται σε ένα πολύ μικρό τμήμα του μεγέθους που λέγεται πόλεμος και διασπά την συνολική έννοια της πραγματικότητάς του κατά την οποία ο πόλεμος θα πρέπει να εξαλείφεται από το αντίθετό του βάσει μιας ιδέας που ονομάζεται ηθική. Η πολιτική , συνεπώς, ήταν ανήθικη γι’ αυτούς.
Πόλεμοι και πολιτική συνυπήρχαν όμως για πολλά χρόνια. Στο μεταξύ τα κράτη έφτιαχναν υλικά αντικείμενα και το ανάποδο, αυτοί που είχαν υλικά αντικείμενα έφτιαχναν κράτη. Τούτο το αλληλοφτιάξιμο ονομάστηκε καπιταλισμός και το κοινό ανάμεσα σε διαφορετικού είδους κράτη ήταν το χρήμα. Η διαχείριση αυτού του συστήματος πληρωμών σε χρήμα από κράτος σε κράτος και εντός αυτών, δηλαδή σε εκείνους που έφτιαχναν τα υλικά αντικείμενα , τους καπιταλιστές και τους εργάτες, οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας επιστήμης, της οικονομικής. Η οικονομική επιστήμη ασχολήθηκε με το πώς το χρήμα θα παράγεται και θα μοιράζεται μεταξύ αυτών των ανθρώπων. Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι το χρήμα επηρεάζει και το τι υλικά αντικείμενα φτιάχνονται , σε τι ποσότητες και το ποιος τα κατέχει. Αυτός που έχει πολύ χρήμα έχει και πολλά υλικά αγαθά, ενώ εκείνος που έχει λίγο χρήμα έχει και λίγα αγαθά. Με το πέρασμα του καιρού, λίγα αντικείμενα μπορούσες να αποκτήσεις χωρίς χρήμα, ακόμα και αυτά όμως προϋπέθεταν να έχεις ένα σπίτι να μείνεις και ένα πιάτο φαγητό να φας, τα οποία δίχως χρήμα δεν μπορούσες να τα έχεις.
Στο μεταξύ, οι πόλεμοι για το ποιος θα έχει τα περισσότερα χρήματα συνεχίζονταν όχι μόνο μεταξύ των κρατών αλλά και εντός αυτών , μεταξύ των προσώπων που παρήγαν και κατείχαν χρήμα, τους καπιταλιστές και τους εργάτες. Οι πόλεμοι είχαν πολλές μορφές βίας, κλοπής, συγκρούσεων μαζικών με λοστούς και πέτρες. Οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι ανησύχησαν μήπως οι πόλεμοι αυτοί ξεπερνούσαν τις επιστημονικές ανακαλύψεις τους και βάλθηκαν να ανακαλύψουν νέες ιδέες για τον καπιταλισμό. Οι πρώτοι δημιούργησαν τα συντάγματα, τη δημοκρατία και τα δικαιώματα του πολίτη καθώς και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος. Έτσι θα μειώνονταν οι απώλειες των κοινωνικών πια πολέμων. Οι δεύτεροι έφτιαξαν κανόνες για το πώς το χρήμα θα μοιράζεται πιο ομοιόμορφα ανάμεσα στους ανθρώπους. Υπήρξαν όμως και κάποιοι απότοκοι των αντιπάλων της επιστήμης που εναντιώθηκαν στις αξιώσεις αυτές της πολιτικής και της οικονομίας. Κατηγόρησαν τους πολιτικούς ότι αφού πρώτα στέρησαν τους ανθρώπους από την πίστη τους στην Ειρήνη, τους αποζημιώνουν με λιγοστή πολιτική εξουσία. Στους οικονομολόγους είπαν ότι αφού στέρησαν από τους ανθρώπους την πνευματική ένωση μεταξύ πνεύματος και ύλης, τους αποζημιώνουν με λίγα παραπάνω χρήματα.
Τα κράτη αυξάνονταν όπως και οι πόλεμοι μεταξύ τους, οι άνθρωποι και αυτοί αυξάνονταν όπως και τα υλικά τους αντικείμενα και η εποχή της υλικής προόδου και ανόδου ήταν μονόδρομος για την ανθρωπότητα. Ήταν τότε που οι εχθροί της πολιτικής και της οικονομίας αντεπιτέθηκαν και κήρυξαν επανάσταση εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς που δεν απένειμε πολιτική εξουσία ούτε οικονομική αυταξία στα άτομα ξεχωριστά, αλλά στην κοινωνία συνολικά. Το σύστημα αυτό πήρε το όνομα κομμουνισμός και στόχος του ήταν να αποκαταστήσει την την ενότητα της φύσης του ανθρώπου, να επανενώσει όλα τα ξεκομμένα από τον καπιταλισμό κομμάτια του.
Για να κλείσει το χάσμα μεταξύ ύλης και πνεύματος, έπλασε μια ιδέα που αντί να ενώνει την ύλη με το πνεύμα απάλειφε εντελώς τη νοητή αλλά υπαρκτή μεταξύ τους απόσταση και ένωνε αυτά τα δύο σε ένα αξεδιάλυτο Ένα. Αυτό το Ένα ονομάστηκε ιδεολογία και η διαδικασία της πλάσης της ιδέας αυτής προπαγάνδα. Στο εξής, η ενότητα δεν ήταν μια υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου όπως εκφραζόταν μέσα από τη θρησκεία, αλλά μια διανοητική ανάγκη που επέτασσε η ιδεολογία. Αυτή την ενωτική δύναμη του κομμουνισμού φοβήθηκε ο καπιταλισμός και ξεκίνησε ένας μεγάλος πόλεμος ιδεολογιών. Όπλο του κομμουνισμού, η ηθική που απορρέει από την εξάλειψη της πραγματικής αιτίας που οδηγεί στον πόλεμο, της φτώχειας. Όπλο του καπιταλισμού, το χρήμα και η εξάπλωσή του παγκοσμίως.
Ο σκοπός του κομμουνισμού ήταν η επίτευξη της παγκόσμιας ειρήνης ως η ένωση του ιδεατού της ειρήνης με την πραγματικότητα ως ειρήνη. Προς την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποίησε κάθε είδους μέσο που χρησιμοποιούσε και ο καπιταλισμός και κυρίως όπλα που σκοτώνουν. Κύριο του όπλο όμως ήταν η προπαγάνδα. Η προπαγάνδα ήταν η οργάνωση κάποιων πράξεων που παρίσταναν την υλική πραγματικότητα ως εκείνη που δημιουργεί και μέσα στα δικά της πλαίσια κινείται το ιδεατό που έπλαθε ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ιστορίας (το το αξεδιάλυτο Ένα). Συνεπώς, για τον κομμουνισμό οι ιδέες δεν προϋπήρχαν της ύπαρξης αυτού του κόσμου αλλά φτιάχτηκαν από αυτόν. Ο άνθρωπος είναι καταρχήν ύλη και έπειτα πνεύμα.
Η ιδέα της ειρήνης συνεπώς θα γίνει πραγματικότητα όταν η υλική πραγματικότητα το επιτρέψει . Πρώτα με όλα τα μέσα θα ηττηθεί ο καπιταλισμός που γεννά τη φτώχεια και έπειτα η ειρήνη θα προκύψει από μόνη της. Η ιδέα της κοινωνικής ισότητας θα γίνει πραγματικότητα αφού έλθει πρώτα η υλική ισότητα όπου όλοι θα έχουν τα ίδια υλικά αντικείμενα. Η ιδέα της ελευθερίας θα γίνει πραγματικότητα αφού οι άνθρωποι απελευθερωθούνε από τη φυλακή του καπιταλισμού. Ως τότε λοιπόν, ο κομμουνισμός θα έκανε πόλεμο, θα μεταχειριζόταν τους ανθρώπους άνισα και θα τους φυλάκιζε. Στο όνομα της υπεράσπισης αυτής της ιδεολογίας έγιναν πολλοί ενδιάμεσοι πόλεμοι μεταξύ και εντός των κρατών ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους κομμουνιστές.
Έτσι λοιπόν ο κομμουνισμός επέτρεψε να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για να επιτευχθεί ο ηθικός του σκοπός. Τότε κάποιοι από τους κομμουνιστές διατύπωσαν την απορία πώς είναι δυνατόν να θεωρείται ηθικός ένας σκοπός όταν τα μέσα που τον επιτυγχάνουν είναι ανήθικα. Σημείωσαν ότι η διάσταση αυτή διασπούσε την ενότητα του αξεδιάλυτου Ενός που η προπαγάνδα είχε διατυπώσει. Η ιδέα της ηθικής είχε καταπατηθεί για την επίτευξη ενός ιδεατού υλικής πραγματικότητας και γι’αυτό έπρεπε να επανακτήσει την καθαρά ιδεαλιστική της βάση. Οι αντιδρώντες του κομμουνισμού τότε άνοιξαν διάλογο με τους απογόνους της πολιτικής και της οικονομίας για το πώς θα γίνει αυτό. Οι κομμουνιστές θεώρησαν προδοσία αυτή την πράξη των συντρόφων τους και τους ονόμασαν οπορτουνιστές.
Στο μεταξύ, ο καπιταλισμός είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί επιτυχώς τα μέσα του κομμουνισμού, την προπαγάνδα και την ιδεολογία για να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι προτιμότερο σύστημα. Για την προπαγάνδα χρησιμοποίησε το κράτος μέσα από τις υπηρεσίες εκπαίδευσης που μπορούσαν να πείσουν τους πολίτες να αγοράζουν τα προϊόντα του καπιταλισμού. Για την ιδεολογία χρησιμοποίησε την αγορά που προμήνυε την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις απαρχαιωμένες ιδέες του έθνους και της θρησκείας και την αναζήτηση ολόκληρου του εγώ του στην ιδέα του ατομισμού. Αυτή η ιδέα σήμαινε ότι ο άνθρωπος ξαναβρίσκει την υπαρξιακή ανάγκη της ενότητας μόνο στο άτομό του. Όλα ξεκινούν από και καταλήγουν στο Εγώ. Για να μην διασαλευτεί αυτή η ενότητα του Εγώ, τα άτομα χρειάζεται να βλέπουν χωριστά τη δική τους ολοκλήρωση από εκείνην των άλλων και μάλιστα σε σχέση αντίστροφης αναλογίας. Όσο περισσότερο αποδοτικός, ταχύς και αποτελεσματικός ήταν ο διπλανός σου, τόσο λιγότερο ήσουν εσύ. Αυτή η σχέση ονομάστηκε ανταγωνισμός και ήταν μαζί με τον ατομισμό οι δύο νέες αξίες τις οποίες οι άνθρωποι άρχισαν να ακολουθούν.
Ο καπιταλισμός, επίσης, είχε καταφέρει να δημιουργήσει νέες μορφές επεξεργασίας της υλικής πραγματικότητας που πήραν το όνομα νέες τεχνολογίες. Για τους πρώην κομμουν ιστές όσο και για τους πολιτικούς και τους οικονομολόγους, αυτή η νέα πραγματικότητα, η εικονική πραγματικότητα, θα μπορούσε να τερματίσει την προαιώνια πάλη του ανθρώπου να ενώσει το ιδεατό με την ύλη που τον περιτριγυρίζει. Μια πάλη που τον έθετε μονίμως στη δοκιμασία της συνείδησης της ηθικότητας η μη των πράξεών του. Στο χώρο της εικονικής πραγματικότητας, ο άνθρωπος θα φτιάξει μια εικόνα για τον εαυτό του που θα πάρει τη θέση του ιδεατού. Στη νέα ύλη θα αναζητάει το ιδεατό και θα μπορεί να το κάνει ελεύθερα και οποιαδήποτε στιγμή αρκεί να ξέρει να χειρίζεται τις νέες τεχνολογίες τόσο παραγωγικά όσο και καταναλωτικά.
Το ιδεατό είναι μια ατομική υπόθεση και δεν έχει σχέση με το Θεό. Οι ιδέες της ηθικής, της ειρήνης, της ελευθερίας και της ισότητας δεν υπήρξαν στη φαντασία του Θεού αλλά κατασκευάζονται στη νέα ύλη του ανθρώπου. Η φαντασία παύει να είναι μια διάσταση υπερβατική όπου υπαγορεύει τις ιδέες του ανθρώπου για τα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν, αλλά γίνεται και αυτή μια αίσθηση του σώματος διακριτή σαν την αφή και αναγνωρίσιμη σαν την οσμή. Το φαινόμενο αυτό σωρευτικά πήρε το όνομα μεταμοντερνισμός. Η ελευθεριότητα του μεταμοντερνισμού υποστηρίχθηκε από τους πολιτικούς ως προς τη χειραφέτηση του ατόμου από την καταπίεση της μάζας. Υποστηρίχθηκε και από τους οικονομολόγους ως προς τη δυνατότητα ευρείας παραγωγής (λόγω των νέων ευέλικτων τεχνολογιών έρευνας αγοράς, επεξεργασίας και μορφοποίησης υλικού, εμπορίου και λιανικής πώλησης) και κατανάλωσης (λόγω της αισθητικοποίησης των υλικών αναγκών) πλούτου και χρήματος. Στους πρώην κομμουνιστές φάνηκε σαν η μοναδική οδός μέσω της οποίας το άτομο θα αλλάξει τον εαυτό του πρώτα αντί να προσπαθήσει μάταια και με κάθε μέσο να αλλάξει την κοινωνία.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι στις συζητήσεις τους ανέφεραν λέξεις όπως αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, αποδοτικότητα και κερδοφορία. Το πρότυπο του ανθρώπου έγινε εκείνο που τρέχει να επιτύχει το καλύτερο και να αμειφθεί γι’αυτό χρηματικά. Όλοι τότε οι άνθρωποι έτρεξαν να φτιάξουν την καλύτερη εικόνα για τον εαυτό τους με σκοπό να αξιολογηθούν γι’αυτό και ίσως να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Χρησιμοποιώντας τα νέα μέσα επικοινωνίας και τεχνολογίας καθένας κατασκεύαζε τη δική του εικόνα, τον ιδεατό εαυτό. Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι έμοιαζαν μεταξύ τους, νέα μέσα και τεχνολογίες φτιάχτηκαν για να κάνουν κάποιους να ξεχωρίσουν περισσότερο από άλλους. Αυτοί που τα κατάφερναν γίνονταν οι νέοι Θεοί. Μπορούσαν να γίνουν καλλιτέχνες αλλά και αθλητές, πολιτικοί και τηλεπαρουσιαστές ταυτόχρονα, επιχειρηματίες και διασκεδαστές μαζί και οτιδήποτε άλλο προσυπέγραφε τη δύναμή τους. Οι υπόλοιποι έμεναν να τους θαυμάζουν και να προσπαθούν να τους μοιάσουν ακόμα και αν ήταν φτωχοί, άρρωστοι και άσχημοι. Κάποιοι τότε είδαν την οδυνηρή αλήθεια μέσα από αυτή την αφύσικη έλξη που ασκούσε το πρότυπο του δυνατού στις μάζες. Η δύναμη του δεν προερχόταν ούτε από την ηρωϊκότητά του όπως στην θρησκεία, ούτε από την ορθολογικότητά του όπως στις επιστήμες, ούτε από την αποτελεσματικότητα του όπως στον καπιταλισμό, την πολιτική και την οικονομία αλλά ούτε και από την προπαγάνδα όπως στον κομμουνισμό. Η δύναμη αυτή αν κατέρρεε θα παράσερνε μαζί της όλο το οικοδόμημα που την στηρίζει, τα μέσα, την τεχνολογία, το εμπόριο καθώς και τους ανθρώπους που την παράγουν και την καταναλώνουν.
Ταυτόχρονα , η δυσπιστία μεταξύ των ανθρώπων μεγάλωνε. Ακόμα και οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί διαφωνούσαν μεταξύ τους για το πώς η δύναμη της μεταμοντέρνας κοινωνίας θα διατηρηθεί. Στο μεταξύ, οι θρησκευτικοί, οι διακρατικοί και οι εσωτερικοί πόλεμοι συνεχίζονταν αλλά όλους αυτούς τους επισκίαζε ένας μεγαλύτερος, ο χρηματιστηριακός πόλεμος. Αυτός ο πόλεμος είχε την εξής διαφορά από έναν κλασικό οικονομικό πόλεμο του παλαιότερου καπιταλισμού: σε αυτόν νικητής δεν ήταν εκείνος που είχε τα πιο πολλά χρήματα αλλά εκείνος που έπειθε ότι τα έχει. Η εικόνα δηλαδή του χρηματικού πλούτου υπερίσχυε της πραγματικής του ποσότητας. Μέσο για τη διεξαγωγή αυτού του πολέμου ήταν τα εξελιγμένα πληροφοριακά συστήματα, αρένα του τα χρηματιστήρια που βρίσκονταν στις μεγάλες πόλεις του καπιταλισμού που στο μεταξύ είχε γίνει παγκόσμιος. Τα χρηματιστήρια έκαναν πόλεμο μεταξύ τους και εντός τους. Ακούστηκαν πολλά τότε όπως «το τέλος της ιστορίας», «η νίκη των αγορών», «η παρακμή των κρατών» και άλλα τέτοια.
Τα κράτη στα οποία ανήκαν αυτές οι πόλεις του καπιταλισμού φοβήθηκαν μην χάσουν το μονοπώλιό τους στην διεξαγωγή του πολέμου. Οι πολιτικοί φοβήθηκαν και υπεραμύνθηκαν του κράτους. Άλλοι δέχτηκαν με αισιοδοξία τη νέα εποχή των αγορών ως ένδειξη υπερπήδησης του κράτους ως καταπιεστικού φορέα εξουσίας. Οι οικονομολόγοι επίσης διαφώνησαν μεταξύ τους. Οι μεν είδαν στις ελεύθερες παγκόσμιες αγορές τη δυνατότητα ευρείας διασποράς πλούτου, οι δε παρατήρησαν ότι το εικονικό χρήμα δημιουργείται εις βάρος του πραγματικού πλούτου. Οι άνθρωποι δεν ήξεραν και δεν μπορούσαν να μάθουν ποια ήταν η αλήθεια. Τότε ξέσπασε και μια οικονομική κρίση για την οποία οι οικονομολόγοι πολλά είπαν αλλά οι άνθρωποι έμειναν πάλι με την απορία. Οι περισσότεροι έπαψαν να ρωτάνε και συμβιβάστηκαν. Οι οικονομολόγοι έδιναν εξηγήσεις εκ του ασφαλούς και οι πολιτικοί δεν αναλάμβαναν ευθύνη για παρέμβαση. Είχαν όλοι τους ξεπεραστεί από εικόνες τραγουδιστάδων και διασκεδαστών, τηλεπαρουσιαστών και διαφημιστών, ειδησεογράφων και δημοσιοσχετίστων. Η αλήθεια η ίδια δεν υπήρχε παρά μόνο η εικόνα της και στην τελευταία δινόταν όλη η σημασία. Ήταν ο θρίαμβος της εικόνας. Η εικόνα βρισκόταν παντού απέναντι από την πραγματικότητα, σαν ένας καθρέφτης πάνω στον οποίο η φαντασία ξεψύχησε. Κάποιος έπρεπε να δώσει πνοή στη φαντασία. Κάποιος να δώσει συνέχεια στην ιστορία. Κάποιος να σπάσει τον καθρέφτη για να δει την πραγματικότητα μόνη.
Ανά κατηγορίες ανθρώπων, γεωγραφιών, πολιτισμών και άλλων καταστάσεων που διαφοροποιούν τους ανθρώπους δημιουργήθηκαν πολλές θρησκείες. Οι θρησκείες αυτές συχνά έρχονταν σε σύγκρουση για το ποια περιγράφει καλύτερα την ιδέα της ενότητας του Θεού με τον άνθρωπο. Πολλοί πόλεμοι έγιναν και πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη μάχη αυτή των θρησκειών. Κάποια εποχή οι άνθρωποι άρχισαν να αναπτύσσουν νέο εξελιγμένο υλικό πολιτισμό, καράβια, μηχανές, όπλα, ηλεκτρισμό, ραδιοκύματα, ασύρματα δίκτυα. Τότε θεώρησαν ότι οι ιδέες που περιέγραφαν την πραγματικότητα στο παρελθόν δεν τους είναι χρήσιμη πια γιατί ερχόταν από το υπερπέραν. Τις ονόμασαν δεισιδαιμονίες και προλήψεις και αφιερώθηκαν στη δημιουργία νέων ιδεών με στόχο όχι την ένωση με το Θεό αλλά την τεχνολογική ανακάλυψη, την εφεύρεση και την εξέλιξη. Αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν στην επιστήμη, όπως την ονόμασαν και όχι τη θρησκεία. Άρχισαν να δίνουν παράξενα ονόματα και αριθμούς σε οτιδήποτε υπήρχε γύρω τους και να ψάχνουν τη σχέση αυτών των πραγμάτων μεταξύ τους. Από την αέναη ένωση με το Θεό άλλαξαν τελείως πορεία και κατευθύνθηκαν προς την συγκεκριμένη διατύπωση νόμων και κανόνων του φυσικού κόσμου. Πολλοί άνθρωποι αποδέχτηκαν τη λογική των πραγμάτων όπως την περιέγραψαν οι επιστήμονες. Κάποιοι άλλοι αντέδρασαν στην υλιστικότητά της θεωρώντας ότι η επιστήμη βλάπτει το πνεύμα καλλιεργώντας ιδέες που αφορούν την ύλη και όχι το ιδεατό.
Κατά την περίοδο αυτή πολλά νέα υλικά αντικείμενα φτιάχτηκαν όπως και πολλές νέες ανθρώπινες κοινωνίες που ονομάστηκαν κράτη. Τα κράτη αυτά έκαναν πόλεμο μεταξύ τους για το ποιο έχει τα περισσότερα υλικά αντικείμενα, όπλα, έδαφος, κάστρα και εργοστάσια. Τότε εμφανίστηκε δυναμικά μια νέα επιστήμη που ονομάστηκε πολιτική. Η πολιτική αφιερώθηκε στο να εξηγήσει πως θα γίνονται οι πόλεμοι μεταξύ των κρατών με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες σε υλικά αντικείμενα. Οι αντίπαλοι της επιστήμης δεν αποδέχτηκαν την πολιτική γιατί αυτή όπως και όλες οι άλλες επιστήμες επικεντρώνονται στην ύλη και όχι στο ιδεατό. Η ύλη είναι η εξυπηρέτηση ενός σκοπού που λέγεται «ολιγόστευση απωλειών» ενώ το ιδεατό είναι ένας ανώτερος σκοπός που λέγεται Ειρήνη. Θεώρησαν ότι η πολιτική επικεντρώνεται σε ένα πολύ μικρό τμήμα του μεγέθους που λέγεται πόλεμος και διασπά την συνολική έννοια της πραγματικότητάς του κατά την οποία ο πόλεμος θα πρέπει να εξαλείφεται από το αντίθετό του βάσει μιας ιδέας που ονομάζεται ηθική. Η πολιτική , συνεπώς, ήταν ανήθικη γι’ αυτούς.
Πόλεμοι και πολιτική συνυπήρχαν όμως για πολλά χρόνια. Στο μεταξύ τα κράτη έφτιαχναν υλικά αντικείμενα και το ανάποδο, αυτοί που είχαν υλικά αντικείμενα έφτιαχναν κράτη. Τούτο το αλληλοφτιάξιμο ονομάστηκε καπιταλισμός και το κοινό ανάμεσα σε διαφορετικού είδους κράτη ήταν το χρήμα. Η διαχείριση αυτού του συστήματος πληρωμών σε χρήμα από κράτος σε κράτος και εντός αυτών, δηλαδή σε εκείνους που έφτιαχναν τα υλικά αντικείμενα , τους καπιταλιστές και τους εργάτες, οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας επιστήμης, της οικονομικής. Η οικονομική επιστήμη ασχολήθηκε με το πώς το χρήμα θα παράγεται και θα μοιράζεται μεταξύ αυτών των ανθρώπων. Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι το χρήμα επηρεάζει και το τι υλικά αντικείμενα φτιάχνονται , σε τι ποσότητες και το ποιος τα κατέχει. Αυτός που έχει πολύ χρήμα έχει και πολλά υλικά αγαθά, ενώ εκείνος που έχει λίγο χρήμα έχει και λίγα αγαθά. Με το πέρασμα του καιρού, λίγα αντικείμενα μπορούσες να αποκτήσεις χωρίς χρήμα, ακόμα και αυτά όμως προϋπέθεταν να έχεις ένα σπίτι να μείνεις και ένα πιάτο φαγητό να φας, τα οποία δίχως χρήμα δεν μπορούσες να τα έχεις.
Στο μεταξύ, οι πόλεμοι για το ποιος θα έχει τα περισσότερα χρήματα συνεχίζονταν όχι μόνο μεταξύ των κρατών αλλά και εντός αυτών , μεταξύ των προσώπων που παρήγαν και κατείχαν χρήμα, τους καπιταλιστές και τους εργάτες. Οι πόλεμοι είχαν πολλές μορφές βίας, κλοπής, συγκρούσεων μαζικών με λοστούς και πέτρες. Οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι ανησύχησαν μήπως οι πόλεμοι αυτοί ξεπερνούσαν τις επιστημονικές ανακαλύψεις τους και βάλθηκαν να ανακαλύψουν νέες ιδέες για τον καπιταλισμό. Οι πρώτοι δημιούργησαν τα συντάγματα, τη δημοκρατία και τα δικαιώματα του πολίτη καθώς και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος. Έτσι θα μειώνονταν οι απώλειες των κοινωνικών πια πολέμων. Οι δεύτεροι έφτιαξαν κανόνες για το πώς το χρήμα θα μοιράζεται πιο ομοιόμορφα ανάμεσα στους ανθρώπους. Υπήρξαν όμως και κάποιοι απότοκοι των αντιπάλων της επιστήμης που εναντιώθηκαν στις αξιώσεις αυτές της πολιτικής και της οικονομίας. Κατηγόρησαν τους πολιτικούς ότι αφού πρώτα στέρησαν τους ανθρώπους από την πίστη τους στην Ειρήνη, τους αποζημιώνουν με λιγοστή πολιτική εξουσία. Στους οικονομολόγους είπαν ότι αφού στέρησαν από τους ανθρώπους την πνευματική ένωση μεταξύ πνεύματος και ύλης, τους αποζημιώνουν με λίγα παραπάνω χρήματα.
Τα κράτη αυξάνονταν όπως και οι πόλεμοι μεταξύ τους, οι άνθρωποι και αυτοί αυξάνονταν όπως και τα υλικά τους αντικείμενα και η εποχή της υλικής προόδου και ανόδου ήταν μονόδρομος για την ανθρωπότητα. Ήταν τότε που οι εχθροί της πολιτικής και της οικονομίας αντεπιτέθηκαν και κήρυξαν επανάσταση εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς που δεν απένειμε πολιτική εξουσία ούτε οικονομική αυταξία στα άτομα ξεχωριστά, αλλά στην κοινωνία συνολικά. Το σύστημα αυτό πήρε το όνομα κομμουνισμός και στόχος του ήταν να αποκαταστήσει την την ενότητα της φύσης του ανθρώπου, να επανενώσει όλα τα ξεκομμένα από τον καπιταλισμό κομμάτια του.
Για να κλείσει το χάσμα μεταξύ ύλης και πνεύματος, έπλασε μια ιδέα που αντί να ενώνει την ύλη με το πνεύμα απάλειφε εντελώς τη νοητή αλλά υπαρκτή μεταξύ τους απόσταση και ένωνε αυτά τα δύο σε ένα αξεδιάλυτο Ένα. Αυτό το Ένα ονομάστηκε ιδεολογία και η διαδικασία της πλάσης της ιδέας αυτής προπαγάνδα. Στο εξής, η ενότητα δεν ήταν μια υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου όπως εκφραζόταν μέσα από τη θρησκεία, αλλά μια διανοητική ανάγκη που επέτασσε η ιδεολογία. Αυτή την ενωτική δύναμη του κομμουνισμού φοβήθηκε ο καπιταλισμός και ξεκίνησε ένας μεγάλος πόλεμος ιδεολογιών. Όπλο του κομμουνισμού, η ηθική που απορρέει από την εξάλειψη της πραγματικής αιτίας που οδηγεί στον πόλεμο, της φτώχειας. Όπλο του καπιταλισμού, το χρήμα και η εξάπλωσή του παγκοσμίως.
Ο σκοπός του κομμουνισμού ήταν η επίτευξη της παγκόσμιας ειρήνης ως η ένωση του ιδεατού της ειρήνης με την πραγματικότητα ως ειρήνη. Προς την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποίησε κάθε είδους μέσο που χρησιμοποιούσε και ο καπιταλισμός και κυρίως όπλα που σκοτώνουν. Κύριο του όπλο όμως ήταν η προπαγάνδα. Η προπαγάνδα ήταν η οργάνωση κάποιων πράξεων που παρίσταναν την υλική πραγματικότητα ως εκείνη που δημιουργεί και μέσα στα δικά της πλαίσια κινείται το ιδεατό που έπλαθε ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ιστορίας (το το αξεδιάλυτο Ένα). Συνεπώς, για τον κομμουνισμό οι ιδέες δεν προϋπήρχαν της ύπαρξης αυτού του κόσμου αλλά φτιάχτηκαν από αυτόν. Ο άνθρωπος είναι καταρχήν ύλη και έπειτα πνεύμα.
Η ιδέα της ειρήνης συνεπώς θα γίνει πραγματικότητα όταν η υλική πραγματικότητα το επιτρέψει . Πρώτα με όλα τα μέσα θα ηττηθεί ο καπιταλισμός που γεννά τη φτώχεια και έπειτα η ειρήνη θα προκύψει από μόνη της. Η ιδέα της κοινωνικής ισότητας θα γίνει πραγματικότητα αφού έλθει πρώτα η υλική ισότητα όπου όλοι θα έχουν τα ίδια υλικά αντικείμενα. Η ιδέα της ελευθερίας θα γίνει πραγματικότητα αφού οι άνθρωποι απελευθερωθούνε από τη φυλακή του καπιταλισμού. Ως τότε λοιπόν, ο κομμουνισμός θα έκανε πόλεμο, θα μεταχειριζόταν τους ανθρώπους άνισα και θα τους φυλάκιζε. Στο όνομα της υπεράσπισης αυτής της ιδεολογίας έγιναν πολλοί ενδιάμεσοι πόλεμοι μεταξύ και εντός των κρατών ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους κομμουνιστές.
Έτσι λοιπόν ο κομμουνισμός επέτρεψε να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για να επιτευχθεί ο ηθικός του σκοπός. Τότε κάποιοι από τους κομμουνιστές διατύπωσαν την απορία πώς είναι δυνατόν να θεωρείται ηθικός ένας σκοπός όταν τα μέσα που τον επιτυγχάνουν είναι ανήθικα. Σημείωσαν ότι η διάσταση αυτή διασπούσε την ενότητα του αξεδιάλυτου Ενός που η προπαγάνδα είχε διατυπώσει. Η ιδέα της ηθικής είχε καταπατηθεί για την επίτευξη ενός ιδεατού υλικής πραγματικότητας και γι’αυτό έπρεπε να επανακτήσει την καθαρά ιδεαλιστική της βάση. Οι αντιδρώντες του κομμουνισμού τότε άνοιξαν διάλογο με τους απογόνους της πολιτικής και της οικονομίας για το πώς θα γίνει αυτό. Οι κομμουνιστές θεώρησαν προδοσία αυτή την πράξη των συντρόφων τους και τους ονόμασαν οπορτουνιστές.
Στο μεταξύ, ο καπιταλισμός είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί επιτυχώς τα μέσα του κομμουνισμού, την προπαγάνδα και την ιδεολογία για να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι προτιμότερο σύστημα. Για την προπαγάνδα χρησιμοποίησε το κράτος μέσα από τις υπηρεσίες εκπαίδευσης που μπορούσαν να πείσουν τους πολίτες να αγοράζουν τα προϊόντα του καπιταλισμού. Για την ιδεολογία χρησιμοποίησε την αγορά που προμήνυε την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις απαρχαιωμένες ιδέες του έθνους και της θρησκείας και την αναζήτηση ολόκληρου του εγώ του στην ιδέα του ατομισμού. Αυτή η ιδέα σήμαινε ότι ο άνθρωπος ξαναβρίσκει την υπαρξιακή ανάγκη της ενότητας μόνο στο άτομό του. Όλα ξεκινούν από και καταλήγουν στο Εγώ. Για να μην διασαλευτεί αυτή η ενότητα του Εγώ, τα άτομα χρειάζεται να βλέπουν χωριστά τη δική τους ολοκλήρωση από εκείνην των άλλων και μάλιστα σε σχέση αντίστροφης αναλογίας. Όσο περισσότερο αποδοτικός, ταχύς και αποτελεσματικός ήταν ο διπλανός σου, τόσο λιγότερο ήσουν εσύ. Αυτή η σχέση ονομάστηκε ανταγωνισμός και ήταν μαζί με τον ατομισμό οι δύο νέες αξίες τις οποίες οι άνθρωποι άρχισαν να ακολουθούν.
Ο καπιταλισμός, επίσης, είχε καταφέρει να δημιουργήσει νέες μορφές επεξεργασίας της υλικής πραγματικότητας που πήραν το όνομα νέες τεχνολογίες. Για τους πρώην κομμουν ιστές όσο και για τους πολιτικούς και τους οικονομολόγους, αυτή η νέα πραγματικότητα, η εικονική πραγματικότητα, θα μπορούσε να τερματίσει την προαιώνια πάλη του ανθρώπου να ενώσει το ιδεατό με την ύλη που τον περιτριγυρίζει. Μια πάλη που τον έθετε μονίμως στη δοκιμασία της συνείδησης της ηθικότητας η μη των πράξεών του. Στο χώρο της εικονικής πραγματικότητας, ο άνθρωπος θα φτιάξει μια εικόνα για τον εαυτό του που θα πάρει τη θέση του ιδεατού. Στη νέα ύλη θα αναζητάει το ιδεατό και θα μπορεί να το κάνει ελεύθερα και οποιαδήποτε στιγμή αρκεί να ξέρει να χειρίζεται τις νέες τεχνολογίες τόσο παραγωγικά όσο και καταναλωτικά.
Το ιδεατό είναι μια ατομική υπόθεση και δεν έχει σχέση με το Θεό. Οι ιδέες της ηθικής, της ειρήνης, της ελευθερίας και της ισότητας δεν υπήρξαν στη φαντασία του Θεού αλλά κατασκευάζονται στη νέα ύλη του ανθρώπου. Η φαντασία παύει να είναι μια διάσταση υπερβατική όπου υπαγορεύει τις ιδέες του ανθρώπου για τα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν, αλλά γίνεται και αυτή μια αίσθηση του σώματος διακριτή σαν την αφή και αναγνωρίσιμη σαν την οσμή. Το φαινόμενο αυτό σωρευτικά πήρε το όνομα μεταμοντερνισμός. Η ελευθεριότητα του μεταμοντερνισμού υποστηρίχθηκε από τους πολιτικούς ως προς τη χειραφέτηση του ατόμου από την καταπίεση της μάζας. Υποστηρίχθηκε και από τους οικονομολόγους ως προς τη δυνατότητα ευρείας παραγωγής (λόγω των νέων ευέλικτων τεχνολογιών έρευνας αγοράς, επεξεργασίας και μορφοποίησης υλικού, εμπορίου και λιανικής πώλησης) και κατανάλωσης (λόγω της αισθητικοποίησης των υλικών αναγκών) πλούτου και χρήματος. Στους πρώην κομμουνιστές φάνηκε σαν η μοναδική οδός μέσω της οποίας το άτομο θα αλλάξει τον εαυτό του πρώτα αντί να προσπαθήσει μάταια και με κάθε μέσο να αλλάξει την κοινωνία.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι στις συζητήσεις τους ανέφεραν λέξεις όπως αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, αποδοτικότητα και κερδοφορία. Το πρότυπο του ανθρώπου έγινε εκείνο που τρέχει να επιτύχει το καλύτερο και να αμειφθεί γι’αυτό χρηματικά. Όλοι τότε οι άνθρωποι έτρεξαν να φτιάξουν την καλύτερη εικόνα για τον εαυτό τους με σκοπό να αξιολογηθούν γι’αυτό και ίσως να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Χρησιμοποιώντας τα νέα μέσα επικοινωνίας και τεχνολογίας καθένας κατασκεύαζε τη δική του εικόνα, τον ιδεατό εαυτό. Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι έμοιαζαν μεταξύ τους, νέα μέσα και τεχνολογίες φτιάχτηκαν για να κάνουν κάποιους να ξεχωρίσουν περισσότερο από άλλους. Αυτοί που τα κατάφερναν γίνονταν οι νέοι Θεοί. Μπορούσαν να γίνουν καλλιτέχνες αλλά και αθλητές, πολιτικοί και τηλεπαρουσιαστές ταυτόχρονα, επιχειρηματίες και διασκεδαστές μαζί και οτιδήποτε άλλο προσυπέγραφε τη δύναμή τους. Οι υπόλοιποι έμεναν να τους θαυμάζουν και να προσπαθούν να τους μοιάσουν ακόμα και αν ήταν φτωχοί, άρρωστοι και άσχημοι. Κάποιοι τότε είδαν την οδυνηρή αλήθεια μέσα από αυτή την αφύσικη έλξη που ασκούσε το πρότυπο του δυνατού στις μάζες. Η δύναμη του δεν προερχόταν ούτε από την ηρωϊκότητά του όπως στην θρησκεία, ούτε από την ορθολογικότητά του όπως στις επιστήμες, ούτε από την αποτελεσματικότητα του όπως στον καπιταλισμό, την πολιτική και την οικονομία αλλά ούτε και από την προπαγάνδα όπως στον κομμουνισμό. Η δύναμη αυτή αν κατέρρεε θα παράσερνε μαζί της όλο το οικοδόμημα που την στηρίζει, τα μέσα, την τεχνολογία, το εμπόριο καθώς και τους ανθρώπους που την παράγουν και την καταναλώνουν.
Ταυτόχρονα , η δυσπιστία μεταξύ των ανθρώπων μεγάλωνε. Ακόμα και οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί διαφωνούσαν μεταξύ τους για το πώς η δύναμη της μεταμοντέρνας κοινωνίας θα διατηρηθεί. Στο μεταξύ, οι θρησκευτικοί, οι διακρατικοί και οι εσωτερικοί πόλεμοι συνεχίζονταν αλλά όλους αυτούς τους επισκίαζε ένας μεγαλύτερος, ο χρηματιστηριακός πόλεμος. Αυτός ο πόλεμος είχε την εξής διαφορά από έναν κλασικό οικονομικό πόλεμο του παλαιότερου καπιταλισμού: σε αυτόν νικητής δεν ήταν εκείνος που είχε τα πιο πολλά χρήματα αλλά εκείνος που έπειθε ότι τα έχει. Η εικόνα δηλαδή του χρηματικού πλούτου υπερίσχυε της πραγματικής του ποσότητας. Μέσο για τη διεξαγωγή αυτού του πολέμου ήταν τα εξελιγμένα πληροφοριακά συστήματα, αρένα του τα χρηματιστήρια που βρίσκονταν στις μεγάλες πόλεις του καπιταλισμού που στο μεταξύ είχε γίνει παγκόσμιος. Τα χρηματιστήρια έκαναν πόλεμο μεταξύ τους και εντός τους. Ακούστηκαν πολλά τότε όπως «το τέλος της ιστορίας», «η νίκη των αγορών», «η παρακμή των κρατών» και άλλα τέτοια.
Τα κράτη στα οποία ανήκαν αυτές οι πόλεις του καπιταλισμού φοβήθηκαν μην χάσουν το μονοπώλιό τους στην διεξαγωγή του πολέμου. Οι πολιτικοί φοβήθηκαν και υπεραμύνθηκαν του κράτους. Άλλοι δέχτηκαν με αισιοδοξία τη νέα εποχή των αγορών ως ένδειξη υπερπήδησης του κράτους ως καταπιεστικού φορέα εξουσίας. Οι οικονομολόγοι επίσης διαφώνησαν μεταξύ τους. Οι μεν είδαν στις ελεύθερες παγκόσμιες αγορές τη δυνατότητα ευρείας διασποράς πλούτου, οι δε παρατήρησαν ότι το εικονικό χρήμα δημιουργείται εις βάρος του πραγματικού πλούτου. Οι άνθρωποι δεν ήξεραν και δεν μπορούσαν να μάθουν ποια ήταν η αλήθεια. Τότε ξέσπασε και μια οικονομική κρίση για την οποία οι οικονομολόγοι πολλά είπαν αλλά οι άνθρωποι έμειναν πάλι με την απορία. Οι περισσότεροι έπαψαν να ρωτάνε και συμβιβάστηκαν. Οι οικονομολόγοι έδιναν εξηγήσεις εκ του ασφαλούς και οι πολιτικοί δεν αναλάμβαναν ευθύνη για παρέμβαση. Είχαν όλοι τους ξεπεραστεί από εικόνες τραγουδιστάδων και διασκεδαστών, τηλεπαρουσιαστών και διαφημιστών, ειδησεογράφων και δημοσιοσχετίστων. Η αλήθεια η ίδια δεν υπήρχε παρά μόνο η εικόνα της και στην τελευταία δινόταν όλη η σημασία. Ήταν ο θρίαμβος της εικόνας. Η εικόνα βρισκόταν παντού απέναντι από την πραγματικότητα, σαν ένας καθρέφτης πάνω στον οποίο η φαντασία ξεψύχησε. Κάποιος έπρεπε να δώσει πνοή στη φαντασία. Κάποιος να δώσει συνέχεια στην ιστορία. Κάποιος να σπάσει τον καθρέφτη για να δει την πραγματικότητα μόνη.
Subscribe to:
Posts (Atom)