Ο Χρήστος ο Αλβανός είναι από τους καλύτερούς μου φίλους. Τον παρακολουθώ πως κάνει τις εργασίες που του αναθέτει ο πατέρας μου και εγώ. Με όρεξη, ενδιαφέρον, ταχύτητα και εντέλλεια. Τον κοιτάζω με συγκαταβατικό χαμόγελο όταν ο θείος μου από χαμηλά του φωνάζει χαϊδευτικά «Παλιοαλβανέ!» ενώ εκείνος χτυπάει τα ελαιόκλαδα το Δεκέβρη. Γελάει κι αυτός γιατί ξέρει ότι και ο θείος τον έχει ανάγκη πολύ. Να σου χτίσει, να σε συμβουλέψει, να πάρει πρωτοβουλίες. Καμιά φορά όταν έχουν τα δικά τους ενώ αυτός αυτοσχεδιάζει στο σκάψιμο, το χτίσιμο, το βάψιμο και αλλού τον μαλώνουν. Αυτός τότε να δείτε πως στεναχωριέται, χαμηλώνει το κεφάλι και δε μιλιέται. Σε λίγο βέβαια, όλα έχουν ξεχαστεί. Και καθόμαστε όλοι μαζί να φάμε το κολατσιό με ελιές και τυρί και εκεί να δεις γέλιο. Μου αρέσει που τα ελληνικά του δεν είναι καλά αλλά ξέρει ονομασίες που εγώ δεν έχω ακούσει ποτέ, για υλικά πράγματα περισσότερο π.χ. το όνομα ενός κατασκευαστικού υλικού.
Κοιτάζει τον δικό μας πλούτο και δε φθονεί αν και θα ήθελε να έχει και αυτός το δικό του σπίτι, έστω ένα διαμέρισμα. Εγώ μερικές φορές σκέφτομαι ότι αν είναι να αφήσεις κληρονομιά σε κάποιον ε, αυτός θα έπρεπε να είναι και εκείνος που έχει δουλέψει περισσότερο για τη ίσα μέχρι τώρα διατήρηση αυτού του πλούτου. Δεν αναφέρομαι μόνο στο δικό μου σπίτι αλλά σε όλη τη χώρα που την έχουν χτίσει μετανάστες. Το ίδιο έχει πει και ο πατέρας μου σαν σε απειλή εναντίον μου που δε βοηθάω στις δουλειές του χωραφιού και παρόλο που χαίρομαι που δε θα πιάσει η απειλή, κατανοώ την ορθότητα του επιχειρήματος. Ο Χρήστος, βλέπετε, είναι ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου, ενός νοσταλγού της τίμιας εργατικότητας και της παλαιάς καλής αγροτιάς, αν και εξαναγκαστικά -λόγω επαγγέλματος -αστού. Οι παλαιοί και μετανοημένοι κομμουνιστές (αν ποτέ υπήρξε τέτοιος ο Χρήστος, που από τον τρόπο που μιλάει για τον κομμουνισμό μάλλον δεν υπήρξε) μας μαθαίνουν τον κομμουνισμό ως μετανάστες.
Βλέπω όμως και την αγωνία του μόχθου, την αβεβαιότητα των δουλειών όταν αλλάζει κάθε μήνα αφεντικό και τον κίνδυνο να τον κοροϊδέψουν. Και τη τσιγκουνιά του που μερικές φορές νομίζει ότι είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που δουλεύει. Ούτε μηχανάκι δεν παίρνει παρά τη τόση δουλειά που έχει ρίξει. Και δεν είναι ότι δεν έχει στην άκρη.
Το πιο ωραίο και γλυκό όπως σημειώνει η Α. είναι ότι προσπαθεί να βρει νύφη για το γιο ενός από τα περιστασιακά του αφεντικά, ενός γιατρού που έχει ένα γιο με λεφτά και σπίτι στην Ιταλία και με ρωτάει αν η Κ. είναι διαθέσιμη και τον ρωτάω σε μια βαθμίδα από το 1 έως το 10 πόσο μαλάκας είναι ο υποψήφιος γαμπρός και μου απαντά ότι όχι, ντάξει, καλό παιδί, λίγο δειλός κλπ και του λέω δηλαδή μαλάκας και εκεί να δεις γέλια. Ενώ αυτός ξεχορταριάζει και εγώ κουβαλώ τα χόρτα στην πυρά. Ή πάλι όταν μιλάμε για την εκκλησία που χτίζει και με ύφος που δεν ξέρεις αν είναι ειρωνικό ή απλά περιγραφικό αλλά σίγουρα αστείο, μας περιγράφει πόσο τρώνε οι παπάδες. Ο ίδιος λέει ότι είναι χριστιανός στην ψυχή αλλά το καραγκιοζιλίκι ενός ομοεθνούς του με το να πάει να βαφτιστεί στα 60 του δε θα το έκανε. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ιδιοτελείς σκοπούς.
Τέτοια και πολλά περισσότερα μόνο κατά τη διάρκεια χειρωνακτικής εργασίας γίνονται. Τότε σκέφτομαι, τι τα θέλω τα βιβλία και την επιστήμη, λες και βγάζω τίποτα. Κοίτα πόσο ζωντανός νιώθω με την σωματική εργασία. Κοίτα πόσο υπομονή μαθαίνεις να κάνεις βάφοντας σειρά με τη σειρά ένα ολόκληρο σπίτι, ξεχορταριάζοντας λίγο λίγο ένα χωράφι, μαζεύοντας μια μ ια τις ελιές… Ίσως να σκέφτομαι έτσι γιατί η υπομονή είναι αυτό που έχω περισσότερη ανάγκη καθώς μεγαλώνω.
Ο Χρήστος ο Αλβανός δε ξέρει από ίντερνετ και υπολογιστές, διαβάζει αλλά δε γράφει ελληνικά και κοιτάζει αν η δουλειά που κάνει ανταμοίβεται άμεσα και σε χρήμα. Η γυναίκα του τον αποπαίρνει και το παιδί του μεγαλώνει στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, αιώνες ολόκληρους απόσταση από τότε που ήταν αυτός παιδί στην Αλβανία της δεκαετίας του 70. Τρώει πολύ αλλά είναι αδύνατος, δουλεύει ασταμάτητα αλλά δεν παραπονιέται, ξέρει πολλούς ανθρώπους οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αφεντικά αλλά με την υπομονή και το χαρακτήρα του έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Ονειρεύεται πολύ να πάει στην Αμερική να δουλέψει ή στην Μύκονο όπου και θα βγάλει εύκολα λεφτά. Όμως δεν έχει στασό και κάνει τα διπλάσια από αυτά που θα του ζητήσεις. Είναι εντέλλει ένας ζωντανός άνθρωπος, ένας εργάτης με τα όλα του και κυρίως με πραγματικά και όχι φανταστικά προβλήματα. Από εκεί προκύπτει και η αλήθεια του, μια αλήθεια που με διδάσκει ήθος και με κάνει να ζηλεύω ώρες ώρες.
Monday, May 17, 2010
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
4 comments:
Είναι η εικόνα των μεταναστών σήμερα στη χώρα μας.
Δείμε, είναι και ένα πρότυπο προσφοράς, εργατικότητας και ήθους για εμάς τους υπολοίπους (μέχρι να γίνουμε κι εμείς μετανάστες)
Δε θα ξεχάσω ποτέ - τέτοια εποχή περυσι θα ήταν - όταν γυρίζοντας πτώμα βράδυ ρώτησα: Ο Κούκυ που είναι;Δεν ξέρουμε. Λείπει όλο το απόγευμα. Θα είναι με το Χρήστο.
Ο Χρήστος έβαφε το διαμέρισμα του τρίτου.
Χτύπησα την πόρτα και είδα το Χρήστο και το σκύλο να με κοιτούν, σε ένα ολότελα άδειο διαμέρισμα.
Εξεπλάγην και μάλλον συγκινήθηκα με το θέαμα καθότι ο σκύλος - στα τελευταία του τότε - δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος ούτε λεπτό και βέβαια δεν είχε καμία όρεξη για σουλατσαρίσματα. Και όμως: εκείνο το βράδυ είχε εγκαταλείψει τη μόνιμη θέση στον καναπέ και όρθιος και απροσδόκητα διαυγής με κοίταζε πανήρεμος στα μάτια.
Ήταν σαφές ότι είχε επιλέξει την παρέα του Χρήστου όπως επίσης ήταν σαφές ότι είχε νιώσει πολύ όμορφα με τη συντροφιά του.
Δεν ξέρω: μου έχει μείνει εκείνο το βλέμμα όταν αγχωμένη άνοιγα την πόρτα: "Μην ανησυχείς. Πέρασα ωραία εδώ το απόγευμα. Έβλεπα το Χρήστο να βάφει. Που και πού μου μίλαγε. Ένιωσα ήρεμος και ασφαλής"...
Περισσότερα από όλα είναι δεμένος με τον πατέρα. Τον έχει σαν πρότυπο νομίζω. Αυτό με συγκινεί βαθιά.
Post a Comment